ἀνυπόθετος: Difference between revisions

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0266.png Seite 266]] 1) nicht untergeschoben? – 2) ohne Voraussetzung, absolut, ἐπ' ἀρχὴν ἀνυπόθετον ἐξ ὑποθέσεως ὶέναι Plat. Rep. VI, 510 b 611 b; Plut. – 3) ohne Grundlage, Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0266.png Seite 266]] 1) nicht untergeschoben? – 2) ohne Voraussetzung, absolut, ἐπ' ἀρχὴν ἀνυπόθετον ἐξ ὑποθέσεως ὶέναι Plat. Rep. VI, 510 b 611 b; Plut. – 3) ohne Grundlage, Plut.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans fondement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὑποτίθημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνυπόθετος''': -ον, ὁ μὴ [[ὑποθετικός]], ὁ μὴ ὁριζόμενος ὑπὸ ὅρων καὶ περιστάσεων, [[ἀπόλυτος]], ἀρχὴ Πλάτ. Πολ. 510Β· τὸ ἀνυπόθετον [[αὐτόθι]] 511Β· κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ [[ἄνευ]] θεμελίου ἢ βάσεως, Πλούτ. 2. 358F: - [[οὕτως]] ἐπίρρ. -τως [[αὐτόθι]] 399Β.
|lstext='''ἀνυπόθετος''': -ον, ὁ μὴ [[ὑποθετικός]], ὁ μὴ ὁριζόμενος ὑπὸ ὅρων καὶ περιστάσεων, [[ἀπόλυτος]], ἀρχὴ Πλάτ. Πολ. 510Β· τὸ ἀνυπόθετον [[αὐτόθι]] 511Β· κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ [[ἄνευ]] θεμελίου ἢ βάσεως, Πλούτ. 2. 358F: - [[οὕτως]] ἐπίρρ. -τως [[αὐτόθι]] 399Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans fondement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὑποτίθημι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνυπόθετος Medium diacritics: ἀνυπόθετος Low diacritics: ανυπόθετος Capitals: ΑΝΥΠΟΘΕΤΟΣ
Transliteration A: anypóthetos Transliteration B: anypothetos Transliteration C: anypothetos Beta Code: a)nupo/qetos

English (LSJ)

ον, A not hypothetical, unconditioned, absolute, ἀρχή Pl.R.510b, cf. Phld. D.1.19; τὸ ἀ. Pl.R.511b, al. Adv. -τως not hypothetically, Plu.2.399b. II without foundation, ib.358f.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no está condicionado, absoluto, ἀρχή Pl.R.510b, Phld.D.1.19, cf. POxy.3219.fr.19.4 (II d.C.), del principio de contradicción, Arist.Metaph.1005b14, cf. Alex.Aphr.in Metaph.269.2
subst. τὸ ἀ. lo no hipotético Pl.R.511b.
2 que no tiene base οἱ ἀράχναι ... [ἀπ] αρχὰς ἀνυποθέτους ὑφαίνουσι las arañas construyen sus telas sin base Plu.2.358f.
3 que no se puede hipotecar de un campo heredado TAM 2.261b.16, PMasp.309.34 (biz.), PMichael.42A.28.
II adv. -ως sin fundamento λέγειν Plu.2.399b.

German (Pape)

[Seite 266] 1) nicht untergeschoben? – 2) ohne Voraussetzung, absolut, ἐπ' ἀρχὴν ἀνυπόθετον ἐξ ὑποθέσεως ὶέναι Plat. Rep. VI, 510 b 611 b; Plut. – 3) ohne Grundlage, Plut.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans fondement.
Étymologie: , ὑποτίθημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυπόθετος: -ον, ὁ μὴ ὑποθετικός, ὁ μὴ ὁριζόμενος ὑπὸ ὅρων καὶ περιστάσεων, ἀπόλυτος, ἀρχὴ Πλάτ. Πολ. 510Β· τὸ ἀνυπόθετον αὐτόθι 511Β· κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ ἄνευ θεμελίου ἢ βάσεως, Πλούτ. 2. 358F: - οὕτως ἐπίρρ. -τως αὐτόθι 399Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνυπόθετος, -ον)
νεοελλ.
εκείνος που δεν μπορεί κανείς να τον υποθέσει, παράλογος
αρχ.
1. απόλυτος, αυτός που ισχύει χωρίς όρους και προϋποθέσεις («ἀνυπόθετος ἀρχή», Πλάτων)
2. αβάσιμος, ανυπόστατος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνυπόθετος:
1) не предположительный, т. е. безусловный, абсолютный (ἀρχή Plat., Arst.);
2) лишенный оснований Plut.