ἀπερίεργος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0287.png Seite 287]] ohne Umstände, kunstlos, einfach, βρωτὰ ἀπεριεργότατα Ath. VI, 274 b; Ael. V. H. 12, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0287.png Seite 287]] ohne Umstände, kunstlos, einfach, βρωτὰ ἀπεριεργότατα Ath. VI, 274 b; Ael. V. H. 12, 1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non recherché, simple ; τὸ ἀπερίεργον simplicité.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[περίεργος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπερίεργος''': -ον, [[ἀπέριττος]], μὴ ἐξεζητημένος, [[ἁπλοῦς]], [[λιτός]], [[ἀφελής]], Ἱππ. 22. 42, Ἀθήν. 274Α. ― Ὑπερθ. ἀπεριεργότατα ὁ αὐτὸς 274Β· ―τὸ ἀπερίεργον, τὸ ἀφελές, ἡ [[ἁπλότης]], Πλούτ. 2. 1144Ε· πρβλ. Αἰλ. Π. Ἱ. 12. 1. ― Ἐπίρρ. -γως Κέβης 21.
|lstext='''ἀπερίεργος''': -ον, [[ἀπέριττος]], μὴ ἐξεζητημένος, [[ἁπλοῦς]], [[λιτός]], [[ἀφελής]], Ἱππ. 22. 42, Ἀθήν. 274Α. ― Ὑπερθ. ἀπεριεργότατα ὁ αὐτὸς 274Β· ―τὸ ἀπερίεργον, τὸ ἀφελές, ἡ [[ἁπλότης]], Πλούτ. 2. 1144Ε· πρβλ. Αἰλ. Π. Ἱ. 12. 1. ― Ἐπίρρ. -γως Κέβης 21.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non recherché, simple ; τὸ ἀπερίεργον simplicité.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[περίεργος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπερίεργος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα κ. πράγματα) ο μη [[εξεζητημένος]], [[απέριττος]], [[λιτός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀπερίεργον</i><br />η [[απλότητα]], η [[αφέλεια]].
|mltxt=[[ἀπερίεργος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα κ. πράγματα) ο μη [[εξεζητημένος]], [[απέριττος]], [[λιτός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀπερίεργον</i><br />η [[απλότητα]], η [[αφέλεια]].
}}
}}

Revision as of 13:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπερίεργος Medium diacritics: ἀπερίεργος Low diacritics: απερίεργος Capitals: ΑΠΕΡΙΕΡΓΟΣ
Transliteration A: aperíergos Transliteration B: aperiergos Transliteration C: aperiergos Beta Code: a)peri/ergos

English (LSJ)

ον, not over-busy, artless, simple, Hp. Decent.3; ἀγωγή Gal.13.168; of things, Dsc.Eup.1.35, Sor.2.11; ἀφελὴς καὶ ἀ. χρῆσις Ath.6.274a: Sup., ib.b; τὸ ἀ. simplicity, Plu.2.1144f, Ach.Tat.5.27. Adv. ἀπεριέργως = without refinement, simply Ceb.21, D.H.Dem.9, Sor.1.46, S.E. P.1.240, Ael.VH12.1.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no afectado o artificioso, sencillo de pers., Hp.Decent.3, ὁ σπουδαῖος Chrysipp.Stoic.3.161, de costumbres χρῆσις Posidon.266
no complicado, no excesivamente elaborado, simple de remedios médicos ἀγωγή Gal.13.168, πεσσοί Sor.101.27, de infusiones, Dsc.Eup.1.35, de la comida y bebida, Ath.274b
subst. τὸ ἀ. sencillez τὸ ... ἀ. τῆς ἀρχαίας μουσικῆς Plu.2.1144e, τὸ ἀ. εἰς Ἀφροδίτην Ach.Tat.5.27.4.
2 carente de relación (con la magia) τὸ ... τοῦ λοιμοῦ προαισθέσθαι Eus.Hierocl.35.
II 1no inquisitivo, que no se altera por nada de pers. Teles p.56.1, Vit.Aesop.G 56, 60, de la fe, Basil.M.32.648B, Gr.Ant.Bapt.2 M.88.1873B
neutr. subst. aceptación no inquisitiva de los evangelistas, Vict.Mc.16.9.
III subst. τὸ ἀπερίεργον = ausencia de molestias o de virulencia ref. a la persecución τῶν καθ' ἡμᾶς ἡσυχῇ τὸ ἀ. εἰληφότων Eus.MP 13.1.
IV adv. ἀπεριέργως
1 con sencillez, de manera no recargada γυνὴ ... κεκοσμημένη ... ἀ. Ceb.21, (γυνή) ἀ. καλὴ ἦν Ael.VH 12.1, ῥηθῆναι D.H.Dem.9, λέγειν S.E.P.1.240
simplemente, sin más ἀ. χρωμένην ἀλείμματι Sor.33.7, cf. Hsch.
2 no inquisitivamente πιστεύεται Epiph.Const.Anc.67, ὠνεῖσθαι Clem.Al.Paed.2.1.10.

German (Pape)

[Seite 287] ohne Umstände, kunstlos, einfach, βρωτὰ ἀπεριεργότατα Ath. VI, 274 b; Ael. V. H. 12, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non recherché, simple ; τὸ ἀπερίεργον simplicité.
Étymologie: , περίεργος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερίεργος: -ον, ἀπέριττος, μὴ ἐξεζητημένος, ἁπλοῦς, λιτός, ἀφελής, Ἱππ. 22. 42, Ἀθήν. 274Α. ― Ὑπερθ. ἀπεριεργότατα ὁ αὐτὸς 274Β· ―τὸ ἀπερίεργον, τὸ ἀφελές, ἡ ἁπλότης, Πλούτ. 2. 1144Ε· πρβλ. Αἰλ. Π. Ἱ. 12. 1. ― Ἐπίρρ. -γως Κέβης 21.

Greek Monolingual

ἀπερίεργος, -ον (AM)
1. (για πρόσωπα κ. πράγματα) ο μη εξεζητημένος, απέριττος, λιτός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπερίεργον
η απλότητα, η αφέλεια.