ἀσυμπαθής: Difference between revisions

From LSJ

εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶνblessed are You, o Christ Our God

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0380.png Seite 380]] ές, ohne Mitgefühl, nicht theilnehmend, τινί, mit Einem, Plut. Cor. 21; D. Sic. 13, 111; nicht übereinstimmend, [[πρός]] τι Sp.; καὶ [[ἀσύγκρατος]] Plut. adv. Col. 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0380.png Seite 380]] ές, ohne Mitgefühl, nicht theilnehmend, τινί, mit Einem, Plut. Cor. 21; D. Sic. 13, 111; nicht übereinstimmend, [[πρός]] τι Sp.; καὶ [[ἀσύγκρατος]] Plut. adv. Col. 10.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui manque de sympathie <i>ou</i> de compassion.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[συμπαθής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσυμπᾰθής''': -ές, μὴ ἔχων συμπάθειαν, τινι Πλουτ. Κορ. 21· [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. 2. 976C. - Ἐπίρρ. -θῶς Διόδ. 13. 111.
|lstext='''ἀσυμπᾰθής''': -ές, μὴ ἔχων συμπάθειαν, τινι Πλουτ. Κορ. 21· [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. 2. 976C. - Ἐπίρρ. -θῶς Διόδ. 13. 111.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui manque de sympathie <i>ou</i> de compassion.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[συμπαθής]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυμπᾰθής Medium diacritics: ἀσυμπαθής Low diacritics: ασυμπαθής Capitals: ΑΣΥΜΠΑΘΗΣ
Transliteration A: asympathḗs Transliteration B: asympathēs Transliteration C: asympathis Beta Code: a)sumpaqh/s

English (LSJ)

ές, A without fellow-feeling or sympathy, ἑαυτῷ Plu.Cor.21; πρός τινα Id.2.976c, cf. Phld.Herc.1251.20, Plot.2.9.16, Procl.Inst.28; πρὸς τὸν λόγον Arr.Epict.2.9.21. Adv. ἀσυμπαθῶς D.S.13.111, Porph.Sent.32. II Medic., unaffected by an operation, Sor.2.60. III Astrol., epithet of certain ζῴδια, Cat. Cod.Astr.1.135.13. Adv. ἀσυμπαθῶς Vett.Val.146.24.

Spanish (DGE)

-ές
I 1carente de compasión, inmisericorde, cruel de pers. ἑαυτῷ Plu.Cor.21, πρὸς ὑμᾶς Plu.2.976c, cf. Phld.Herc.1251.20.18, εἰ καὶ ἄλλως ἀσυμπαθὴς ἦν Basil.M.30.216B
de abstr. πάθαι Eus.HE 8.12.7, τρόπος Cyr.Al.M.72.620C
subst. εἰς ἐσχάτην ὠμότητα καὶ τὸ ἀσυμπαθές Chrys.M.57.310.
2 de pers. que no comparte un sentimiento (ἡμεῖς) ἀσυμπαθεῖς πρὸς τὸν λόγον no nos sentimos de acuerdo con el nombre (de judíos), Arr.Epict.2.9.21, ἐν τοῖς θεάτροις ἀσυμπαθέστατος ἦν D.L.4.17
de cosas y abstr. incompatible τιμή Plot.2.9.16, de las partes del cosmos καὶ οὐκ ἀσυμπαθῆ ... τὰ μέρη θησόμεθα Synes.Prouid.2.7, (τὸ παραγόμενον) Procl.Inst.28, de los signos del zodíaco Cat.Cod.Astr.1.135.13
carente de expresión ὀφθαλμοί Sch.A.Th.696b.
3 medic. no afectado por una operación, Sor.139.28.
II adv. -ῶς sin compasión φονεύειν ἀ. D.S.13.62, ἀ. τῶν ἠτυχηκότων D.S.13.111, κινεῖσθαι ἀ. Porph.Sent.32.

German (Pape)

[Seite 380] ές, ohne Mitgefühl, nicht theilnehmend, τινί, mit Einem, Plut. Cor. 21; D. Sic. 13, 111; nicht übereinstimmend, πρός τι Sp.; καὶ ἀσύγκρατος Plut. adv. Col. 10.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui manque de sympathie ou de compassion.
Étymologie: , συμπαθής.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυμπᾰθής: -ές, μὴ ἔχων συμπάθειαν, τινι Πλουτ. Κορ. 21· πρός τινα ὁ αὐτ. 2. 976C. - Ἐπίρρ. -θῶς Διόδ. 13. 111.

Greek Monolingual

-ές (AM ἀσυμπαθής, -ές) συμπάσχω
εκείνος που δεν αισθάνεται συμπάθεια για κάποιον ή κάτι
νεοελλ.
ο μη συμπαθής, ο αντιπαθητικός
αρχ.
εκείνος που δεν θεραπεύεται με εγχείρηση.

Greek Monotonic

ἀσυμπᾰθής: -ές, αυτός που δεν έχει συμπάθεια σε κάποιον, τινι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυμπᾰθής: не испытывающий сострадания, не сочувствующий (τινι и πρός τινα Plut., Diog. L.).

Middle Liddell

without sympathy with, τινι Plut.