ἀταλάφρων: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0383.png Seite 383]] = ἀταλὰ φρονέων, kindlich denkend, noch schwach, zart an Geist, Iliad. 6, 400 παῖδα ἀταλάφρονα, νήπιον [[αὔτως]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0383.png Seite 383]] = ἀταλὰ φρονέων, kindlich denkend, noch schwach, zart an Geist, Iliad. 6, 400 παῖδα ἀταλάφρονα, νήπιον [[αὔτως]].
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />à l'esprit enfantin, naïf.<br />'''Étymologie:''' [[ἀταλός]], [[φρήν]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀταλάφρων''': -ον, γεν. ονος ([[φρονέω]]) ὁ ἀταλάς, τρυφεράς ἔχων φρένας, ὁ [[ἁπαλόφρων]], ἐπὶ νηπίου, παῖδ’ ἐπὶ κόλπῳ ἔχουσ’ ἀταλάφρονα, νήπιον [[αὔτως]] Ἰλ. Ζ. 400· δι. γρ. [[ἀταλόφρων]], Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 325. 13.
|lstext='''ἀταλάφρων''': -ον, γεν. ονος ([[φρονέω]]) ὁ ἀταλάς, τρυφεράς ἔχων φρένας, ὁ [[ἁπαλόφρων]], ἐπὶ νηπίου, παῖδ’ ἐπὶ κόλπῳ ἔχουσ’ ἀταλάφρονα, νήπιον [[αὔτως]] Ἰλ. Ζ. 400· δι. γρ. [[ἀταλόφρων]], Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 325. 13.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />à l'esprit enfantin, naïf.<br />'''Étymologie:''' [[ἀταλός]], [[φρήν]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 13:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτᾰλάφρων Medium diacritics: ἀταλάφρων Low diacritics: αταλάφρων Capitals: ΑΤΑΛΑΦΡΩΝ
Transliteration A: ataláphrōn Transliteration B: atalaphrōn Transliteration C: atalafron Beta Code: a)tala/frwn

English (LSJ)

[ᾰτ], ον, gen. ονος, (φρονέω) tender-minded, gentle spirited, guileless, of a child in arms, Il.6.400, Q.S.13.122:—also in form ἀταλόφρων, IG12(8).600.14 (Thasos).

Spanish (DGE)

(ἀτᾰλάφρων) -ονος, ὁ, ἡ
• Alolema(s): ἀταλόφρων IG 12(8).600.14 (Tasos II d.C.), Hsch.
• Prosodia: [ᾰ-λᾱ]
1 tierno, inocente ref. a niños ἀμφίπολος κίεν ... παῖδ' ἐπὶ κόλπῳ ἔχουσ' ἀταλάφρονα, νήπιον αὔτως Il.6.400, τὸ παῖδα ἀταλάφρονα κεκλῆσθαι ἔθος Clem.Al.Paed.1.5.19, cf. IG l.c., Q.S.13.122, Hsch., ref. a doncellas Ἀθηναίη ... παρθενικῇ ἀταλάφρονι πάντ' εἰκυῖα Q.S.12.107.
2 adv. -όνως sin madurez mental, torpemente Leont.H.Monoph.M.86.1845A.
• Etimología: Regresivo de ἀταλά φρονέων c. el primer término en ac. Otros lo derivan de ταλάφρων ‘temeroso’ c. ἀ- priv., pero v. ἀταλός.

German (Pape)

[Seite 383] = ἀταλὰ φρονέων, kindlich denkend, noch schwach, zart an Geist, Iliad. 6, 400 παῖδα ἀταλάφρονα, νήπιον αὔτως.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
à l'esprit enfantin, naïf.
Étymologie: ἀταλός, φρήν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀταλάφρων: -ον, γεν. ονος (φρονέω) ὁ ἀταλάς, τρυφεράς ἔχων φρένας, ὁ ἁπαλόφρων, ἐπὶ νηπίου, παῖδ’ ἐπὶ κόλπῳ ἔχουσ’ ἀταλάφρονα, νήπιον αὔτως Ἰλ. Ζ. 400· δι. γρ. ἀταλόφρων, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 325. 13.

English (Autenrieth)

(ἀταλός, φρήν): merryhearted, Il. 6.400†.

Greek Monolingual

ἀταλάφρων, -ον (Α)
(για παιδιά) τρυφερός, ευαίσθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αταλάφρων θεωρήθηκε ότι προήλθε από τη φρ. «αταλά φρονέων», με α' συνθετικό το επίθ. αταλός στην αιτ. πληθ. του ουδετέρου. Υποστηρίχθηκε όμως και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία αρχικός είναι ο τ. αταλάφρων (απ' όπου παράγεται έμμεσα το επίθ. αταλός) προερχόμενος από α- στερ. + ταλάφρων «καρτερόψυχος, ανθεκτικός» και με σημασία «έντρομος, φοβισμένος», η οποία ταιριάζει στη συμπεριφορά του Αστυάνακτος, του γιου του Έκτορος, στο συγκεκριμένο ομηρικό χωρίο (Ιλ. Ζ 400). Μειονέκτημα αυτής της ετυμολογήσεως είναι ότι ενώ εξηγεί μορφολογικά πολύ ικανοποιητικά τον τ. (ερμηνεύοντας και το συνδετικό φωνήεν -α-), υστερεί σημασιολογικά, αφού πουθενά δεν παραδίδεται η λ. αταλάφρων με τη σημασία «δειλός, έντρομος, φοβισμένος»].

Greek Monotonic

ἀταλάφρων: -ον, γεν. -ονος (φρήν), αυτός που έχει τρυφερό νου, ελαφρύ μυαλό, λέγεται για παιδί, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀταλάφρων: 2, gen. ονος не знающий забот, безмятежный (παῖς Hom.).

Middle Liddell

φρήν
tender-minded, of a child, Il.