ἁρματήλατος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0355.png Seite 355]] vom Wagenrade umgetrieben, Irion, Eur. Herc. fur. 1297.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0355.png Seite 355]] vom Wagenrade umgetrieben, Irion, Eur. Herc. fur. 1297.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> où les chars peuvent passer;<br /><b>2</b> qui tourne avec la roue <i>litt.</i> poussé comme une roue de char.<br />'''Étymologie:''' [[ἅρμα]], [[ἐλαύνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁρματήλᾰτος''': -ον, ὁ περιελαυνόμενος, ὁ δινούμενος, ὁ προσδεδεμένος ἐπὶ τροχοῦ καὶ περιστρεφόμενος, καὶ τὸν ἁρματήλατον Ἰξίον’ ἐν δεμοῖσιν Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 1297 2) ὁδὸς ἁρμ. ὁδὸς [[ἁμαξιτός]], ὁδὸς δι’ ἁρματηλασίαν, Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 60.
|lstext='''ἁρματήλᾰτος''': -ον, ὁ περιελαυνόμενος, ὁ δινούμενος, ὁ προσδεδεμένος ἐπὶ τροχοῦ καὶ περιστρεφόμενος, καὶ τὸν ἁρματήλατον Ἰξίον’ ἐν δεμοῖσιν Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 1297 2) ὁδὸς ἁρμ. ὁδὸς [[ἁμαξιτός]], ὁδὸς δι’ ἁρματηλασίαν, Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 60.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> où les chars peuvent passer;<br /><b>2</b> qui tourne avec la roue <i>litt.</i> poussé comme une roue de char.<br />'''Étymologie:''' [[ἅρμα]], [[ἐλαύνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:11, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρμᾰτήλᾰτος Medium diacritics: ἁρματήλατος Low diacritics: αρματήλατος Capitals: ΑΡΜΑΤΗΛΑΤΟΣ
Transliteration A: harmatḗlatos Transliteration B: harmatēlatos Transliteration C: armatilatos Beta Code: a(rmath/latos

English (LSJ)

ον, A driven round by a chariot or wheel, of Ixion, E.HF1297 Musgr. (-την codd.). 2 ὁδὸς ἁρματήλατος road for chariots, Archyt. ap. Iamb.Protr. 4.

Spanish (DGE)

(ἁρμᾰτήλᾰτος) -ον
1 llevado por una rueda Ἰξίων E.HF 1297.
2 que permite el paso de carros ὁδός carretera fig., Ps.Archyt.Pyth.Hell.45.1.

German (Pape)

[Seite 355] vom Wagenrade umgetrieben, Irion, Eur. Herc. fur. 1297.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 où les chars peuvent passer;
2 qui tourne avec la roue litt. poussé comme une roue de char.
Étymologie: ἅρμα, ἐλαύνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρματήλᾰτος: -ον, ὁ περιελαυνόμενος, ὁ δινούμενος, ὁ προσδεδεμένος ἐπὶ τροχοῦ καὶ περιστρεφόμενος, καὶ τὸν ἁρματήλατον Ἰξίον’ ἐν δεμοῖσιν Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 1297 2) ὁδὸς ἁρμ. ὁδὸς ἁμαξιτός, ὁδὸς δι’ ἁρματηλασίαν, Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 60.

Greek Monolingual

ἁρματήλατος, -ον (Α)
1. αυτός που περιστρέφεται δεμένος πάνω σε τροχό («ἁρματήλατον... Ἰξίονα», Ευρ.)
2. δρόμος κατάλληλος για κυκλοφορία αρμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + -ηλατος < ελαύνω (πρβλ. αγήλατος, χαλκήλατος). Το -η- βάσει του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει»].

Greek Monotonic

ἁρματήλᾰτος: -ον (ἐλαύνω), περιστρεφόμενος από τους τροχούς του άρματος, λέγεται για τον Ιξίονα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἁρμᾰτήλᾰτος: кружащийся на колесе или наподобие колеса (Ἰξίων Eur.).

Middle Liddell

ἐλαύνω
driven round by a wheel, of Ixion, Eur.

English (Woodhouse)

broken on the wheel

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)