ἁλίξαντος: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0097.png Seite 97]] vom Meer ausgehöhlt, χοιράδες Q. Maec. 8 (VI, 89); aber [[μόρος]] Zon. 9 (VII, 404), wenn die Lesart richtig, Tod im Meere.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0097.png Seite 97]] vom Meer ausgehöhlt, χοιράδες Q. Maec. 8 (VI, 89); aber [[μόρος]] Zon. 9 (VII, 404), wenn die Lesart richtig, Tod im Meere.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />poli par la mer.<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹, [[ξαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁλίξαντος''': -ον, ὁ ξαινόμενος, κατατρωγόμενος ὑπὸ τῆς θαλάσσης, χοιράδες, Ἀνθ. Π. 6. 89· ἀλ. [[μόρος]] [[θάνατος]], ὁ προελθὼν ἐκ τῆς κατὰ τῆς ἀκτῆς προσαράξεως [[αὐτόθι]] 7. 404.
|lstext='''ἁλίξαντος''': -ον, ὁ ξαινόμενος, κατατρωγόμενος ὑπὸ τῆς θαλάσσης, χοιράδες, Ἀνθ. Π. 6. 89· ἀλ. [[μόρος]] [[θάνατος]], ὁ προελθὼν ἐκ τῆς κατὰ τῆς ἀκτῆς προσαράξεως [[αὐτόθι]] 7. 404.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />poli par la mer.<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹, [[ξαίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίξαντος Medium diacritics: ἁλίξαντος Low diacritics: αλίξαντος Capitals: ΑΛΙΞΑΝΤΟΣ
Transliteration A: halíxantos Transliteration B: halixantos Transliteration C: aliksantos Beta Code: a(li/cantos

English (LSJ)

ον, worn by sea, χοιράδες AP 6.89 (Maec.); τύμβος IG 9(1).878 (Corcyr.); ἁ. μόρος death by being dashed on the beach, AP 7.404 (Zon.).

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
desgastado, erosionado por el mar ἁλιξάντοισι ... χοιράσι en escollos erosionados por el mar, AP 6.89 (Maec.), τύμβος EAD 30.482.3 (II a.C.), οὐ γάρ σευ μήτηρ ... εἶδεν ἀλίξαντον σὸν μόρον tu madre no ha visto tu cadáver corroído por el mar, AP 7.404 (Zon.).

German (Pape)

[Seite 97] vom Meer ausgehöhlt, χοιράδες Q. Maec. 8 (VI, 89); aber μόρος Zon. 9 (VII, 404), wenn die Lesart richtig, Tod im Meere.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
poli par la mer.
Étymologie: ἅλς¹, ξαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίξαντος: -ον, ὁ ξαινόμενος, κατατρωγόμενος ὑπὸ τῆς θαλάσσης, χοιράδες, Ἀνθ. Π. 6. 89· ἀλ. μόρος θάνατος, ὁ προελθὼν ἐκ τῆς κατὰ τῆς ἀκτῆς προσαράξεως αὐτόθι 7. 404.

Greek Monolingual

ἁλίξαντος, -ον (Α)
1. αυτός που τρίβεται, φθείρεται από τη θάλασσα
2. «ἁλίξαντος μόρος» θάνατος από πρόσκρουση σε βραχώδη ακτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἃλς) + ξαίνω.

Greek Monotonic

ἁλίξαντος: -ον (ἅλς, ξαίνω), αυτός που φθείρεται από τη θάλασσα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλίξαντος:
1) размытый морем (χοιράδες Anth.);
2) причиненный морской бурей (μόρος εἰνάλιος Anth.).

Middle Liddell

[ἅλς, ξαίνω
worn by the sea, Anth.