ἄπεδος: Difference between revisions
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0283.png Seite 283]] ([[πέδον]], α copulat.), eben, Her. 9, 102; τὸ ἄπεδον, die Ebene, 4, 62; Thuc. 7, 78 u. Sp.; χωρία ἄπεδα Ael. H. A. 16, 12. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0283.png Seite 283]] ([[πέδον]], α copulat.), eben, Her. 9, 102; τὸ ἄπεδον, die Ebene, 4, 62; Thuc. 7, 78 u. Sp.; χωρία ἄπεδα Ael. H. A. 16, 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />plan, uni.<br />'''Étymologie:''' ἀ- cop., [[πέδον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄπεδος''': -ον, (α ἄθροιστ. -[[πέδον]]), [[ἐπίπεδος]], [[ἴσος]] [[πεδινός]], Λατ. plamus campestris, χώρη Ἡρόδ. 1. 110, πρβλ. 9. 25, 102, Θουκ. 7. 78 Ξέν.: ὡς οὐσιαστ. ἄπεδον, τό, [[ἐπίπεδος]] [[ἐπιφάνεια]], [[πεδιάς]], Ἡρόδ. 4. 62. | |lstext='''ἄπεδος''': -ον, (α ἄθροιστ. -[[πέδον]]), [[ἐπίπεδος]], [[ἴσος]] [[πεδινός]], Λατ. plamus campestris, χώρη Ἡρόδ. 1. 110, πρβλ. 9. 25, 102, Θουκ. 7. 78 Ξέν.: ὡς οὐσιαστ. ἄπεδον, τό, [[ἐπίπεδος]] [[ἐπιφάνεια]], [[πεδιάς]], Ἡρόδ. 4. 62. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:20, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, (ἀ- copul., πέδον) level, flat, χώρη Hdt.1.110, cf. 9.25, 102, Th.7.78, X.Cyn.6.9:—Subst. ἄπεδον, τό, flat surface, Hdt.4.62.
Spanish (DGE)
-ον
1 llano, liso χώρη Hdt.1.110, χῶρος Hdt.9.25, 102, χωρίον Th.7.78, cf. X.Cyn.6.9, Ael.NA 16.12, Aristid.Or.17.16, Lib.Or.11.22.
2 subst. τὸ ἄ. superficie plana Hdt.4.62.
German (Pape)
[Seite 283] (πέδον, α copulat.), eben, Her. 9, 102; τὸ ἄπεδον, die Ebene, 4, 62; Thuc. 7, 78 u. Sp.; χωρία ἄπεδα Ael. H. A. 16, 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
plan, uni.
Étymologie: ἀ- cop., πέδον.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπεδος: -ον, (α ἄθροιστ. -πέδον), ἐπίπεδος, ἴσος πεδινός, Λατ. plamus campestris, χώρη Ἡρόδ. 1. 110, πρβλ. 9. 25, 102, Θουκ. 7. 78 Ξέν.: ὡς οὐσιαστ. ἄπεδον, τό, ἐπίπεδος ἐπιφάνεια, πεδιάς, Ἡρόδ. 4. 62.
Greek Monolingual
ἄπεδος, -ον (Α)
1. πεδινός, επίπεδος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄπεδον
η επίπεδη επιφάνεια, η πεδιάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- αθροιστ. + πέδον «έδαφος, γη»].
Greek Monotonic
ἄπεδος: -ον (α αθροιστικό και πέδον), ομαλός, επίπεδος, ομοιόμορφος, ίσιος, πεδινός, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ἄπεδον, τό, πεδιάδα, επίπεδη επιφάνεια, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἄπεδος: плоский, ровный, равнинный (χώρη Her.; χωρίον Thuc.): ἐν ἀπέδοις Xen. на равнинах.
Middle Liddell
[α copulat.,, πέδον
even, level, flat, Hdt., Thuc., etc.: —ἄπεδον, ου, τό, a plain, flat surface, Hdt.