ἐπάϊστος: Difference between revisions
ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης → to give light to them that sit in darkness and in the shadow of death to guide our feet into the way of peace | to shine on those who live in darkness and the shadow of death, to guide our feet into the way of peace
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0896.png Seite 896]] gehört, ruchbar; ὡς [[ἐπάϊστος]] ἐγένετο τοῦτο εἰργασμένος, es wurde bekannt, daß er dies gethan hatte, Her. 2, 119, öfter; [[ἐπεί]] τε [[ἐπάϊστος]] ἐγένετο ὑπὸ Καμβύσεω 3, 15. Sonst nur Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0896.png Seite 896]] gehört, ruchbar; ὡς [[ἐπάϊστος]] ἐγένετο τοῦτο εἰργασμένος, es wurde bekannt, daß er dies gethan hatte, Her. 2, 119, öfter; [[ἐπεί]] τε [[ἐπάϊστος]] ἐγένετο ὑπὸ Καμβύσεω 3, 15. Sonst nur Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />notoire, connu : [[ἐπάϊστος]] ἐγένετο ἐργασάμενος HDT il fut connu de notoriété publique pour avoir fait.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαΐω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπάϊστος''': -ον, ([[ἐπαΐω]]), [[φανερός]], μετὰ μετοχ., ὡς [[ἐπάϊστος]] ἐγένετο ἐργασμένος Ἡρόδ. 2. 119· [[ἐπάϊστος]] ἐγένετο ὁ Τιμόξεινος προδιδοὺς τὴν Ποτίδαιαν ὁ αὐτ. 8. 128, πρβλ. 6. 74· [[οὕτως]] ἐν 3. 15., 7. 146 πρέπει ἐκ τῶν συμφραζομένων νὰ ἐξυπακουσθῇ [[μετοχή]]. | |lstext='''ἐπάϊστος''': -ον, ([[ἐπαΐω]]), [[φανερός]], μετὰ μετοχ., ὡς [[ἐπάϊστος]] ἐγένετο ἐργασμένος Ἡρόδ. 2. 119· [[ἐπάϊστος]] ἐγένετο ὁ Τιμόξεινος προδιδοὺς τὴν Ποτίδαιαν ὁ αὐτ. 8. 128, πρβλ. 6. 74· [[οὕτως]] ἐν 3. 15., 7. 146 πρέπει ἐκ τῶν συμφραζομένων νὰ ἐξυπακουσθῇ [[μετοχή]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:10, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, (ἐπαΐω) heard of, well-known, famous, recognized, detected, usually c. part., ἐ. ἐγένετο ἐργασμένος Hdt.2.119; ἐ. ἐγένετο προδιδούς Id.8.128, cf. 6.74; ἐ. ἐγένετο ὑπὸ Καμβύσεω Id.3.15, cf. 7.146; perceived, Ant.Lib.34.4. Adv. ἐπαΐστως Onat. ap. Stob.1.1.39 (dub.).
German (Pape)
[Seite 896] gehört, ruchbar; ὡς ἐπάϊστος ἐγένετο τοῦτο εἰργασμένος, es wurde bekannt, daß er dies gethan hatte, Her. 2, 119, öfter; ἐπεί τε ἐπάϊστος ἐγένετο ὑπὸ Καμβύσεω 3, 15. Sonst nur Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
notoire, connu : ἐπάϊστος ἐγένετο ἐργασάμενος HDT il fut connu de notoriété publique pour avoir fait.
Étymologie: ἐπαΐω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάϊστος: -ον, (ἐπαΐω), φανερός, μετὰ μετοχ., ὡς ἐπάϊστος ἐγένετο ἐργασμένος Ἡρόδ. 2. 119· ἐπάϊστος ἐγένετο ὁ Τιμόξεινος προδιδοὺς τὴν Ποτίδαιαν ὁ αὐτ. 8. 128, πρβλ. 6. 74· οὕτως ἐν 3. 15., 7. 146 πρέπει ἐκ τῶν συμφραζομένων νὰ ἐξυπακουσθῇ μετοχή.
Greek Monolingual
ἐπάιστος, -ον (Α) επαΐω
1. φανερός, ξακουστός
2. αντιληπτός.
Greek Monotonic
ἐπάϊστος: -ον (ἐπαΐω), ακουστός, φανερός, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπάϊστος: ставший известным, обнаруженный: ὡς ἐ. ἐγένετο τοῦτο ἐργασμένος Her. когда стало известно, что это сделал он.