ἐπιπώλησις: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0974.png Seite 974]] ἡ, das Umhergehen, die Heerschau, so hieß die letzte Hälfte des vierten Buches der Iliade, Plut. de aud. poet. 9 u. Eust. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0974.png Seite 974]] ἡ, das Umhergehen, die Heerschau, so hieß die letzte Hälfte des vierten Buches der Iliade, Plut. de aud. poet. 9 u. Eust. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de passer en revue, revue.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιπωλέομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιπώλησις''': -εως, ἡ, τὸ περιέρχεσθαι, [[ἐπίσκεψις]], ἐπιθεώρησις, [[ὄνομα]] διδόμενον ὑπὸ τῶν γραμματικῶν εἰς τὸ δεύτερον ἥμισυ τοῦ Δ τῆς Ἰλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 6129b. 59, πρβλ. Πλούτ. 2. 29Α. | |lstext='''ἐπιπώλησις''': -εως, ἡ, τὸ περιέρχεσθαι, [[ἐπίσκεψις]], ἐπιθεώρησις, [[ὄνομα]] διδόμενον ὑπὸ τῶν γραμματικῶν εἰς τὸ δεύτερον ἥμισυ τοῦ Δ τῆς Ἰλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 6129b. 59, πρβλ. Πλούτ. 2. 29Α. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:25, 2 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, going round, visitation, a name given by Gramm. to the latter half of Il.4, IG14.1290.59 (prob.), cf. Str.9.1.10, Plu.2.29a.
German (Pape)
[Seite 974] ἡ, das Umhergehen, die Heerschau, so hieß die letzte Hälfte des vierten Buches der Iliade, Plut. de aud. poet. 9 u. Eust.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de passer en revue, revue.
Étymologie: ἐπιπωλέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπώλησις: -εως, ἡ, τὸ περιέρχεσθαι, ἐπίσκεψις, ἐπιθεώρησις, ὄνομα διδόμενον ὑπὸ τῶν γραμματικῶν εἰς τὸ δεύτερον ἥμισυ τοῦ Δ τῆς Ἰλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 6129b. 59, πρβλ. Πλούτ. 2. 29Α.
Greek Monolingual
ἐπιπώλησις, ἡ (Α) επιπωλούμαι
επίσκεψη, επιθεώρηση και ιδίως όνομα που απέδιδαν οι αρχαίοι γραμματικοί στο δεύτερο μισό της ραψωδίας Δ της Ιλιάδας («τοῦ Ἀγαμέμνονος ἐν τῇ ἐπιπωλήσει τὸν Διομήδην λοιδορήσαντος», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ἐπιπώλησις: -εως, ἡ, περιφορά, τριγύρισμα, επιθεώρηση, όνομα που δόθηκε στο δεύτερο μισό του Δ της Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπώλησις: εως ἡ обход, осмотр: Ἀγαμέμνονος ἐ. «смотр Агамемнона» (заглавие ст. 223-544 IV песни Илиады, данное в XII в. н. э. Евстафием Фессалоникийским).
Middle Liddell
ἐπιπώλησις, εως [from ἐπιπωλέομαι
a going round, inspection, name given to the latter half of Il. 4.