ἐπιστολιμαῖος: Difference between revisions
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0985.png Seite 985]] im Briefe enthalten, brieflich, schriftlich, δυνάμεις, Kriegsmacht, die nur auf dem Papiere steht, nur in Briefen verheißen, nie geschickt wird, Dem. 4, 19; vgl. B. A. 253, 16. Oefter bei Sp., auch 3 Endgn, vgl. Lob. zu Phryn. p. 559. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0985.png Seite 985]] im Briefe enthalten, brieflich, schriftlich, δυνάμεις, Kriegsmacht, die nur auf dem Papiere steht, nur in Briefen verheißen, nie geschickt wird, Dem. 4, 19; vgl. B. A. 253, 16. Oefter bei Sp., auch 3 Endgn, vgl. Lob. zu Phryn. p. 559. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br />promis par une lettre, <i>càd</i> qui n’existe que sur le papier.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιστολή]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιστολιμαῖος''': -ον, ὁ δι’ ἐπιστολῶν, ὁ ἐν ἐπιστολαῖς, ὁ ἐν εἴδει ἐπιστολῆς, [[ἐπιστολικός]], [[συνουσία]] Φιλόστρ. 187, πρβλ. 285· ἐπ. γράμματα Φίλων 2. 533, Εὐσ.: ― δυνάμεις ἐπ., δυνάμεις ὑπεσχημέναι δι’ ἐπιστολῶν καὶ ἐψηφισμέναι, ἀλλὰ [[μηδέποτε]] σταλεῖσαι, δυνάμεις ἐπὶ τοῦ χάρτου, Δημ. 45. 12, πρβλ. 48. 17. | |lstext='''ἐπιστολιμαῖος''': -ον, ὁ δι’ ἐπιστολῶν, ὁ ἐν ἐπιστολαῖς, ὁ ἐν εἴδει ἐπιστολῆς, [[ἐπιστολικός]], [[συνουσία]] Φιλόστρ. 187, πρβλ. 285· ἐπ. γράμματα Φίλων 2. 533, Εὐσ.: ― δυνάμεις ἐπ., δυνάμεις ὑπεσχημέναι δι’ ἐπιστολῶν καὶ ἐψηφισμέναι, ἀλλὰ [[μηδέποτε]] σταλεῖσαι, δυνάμεις ἐπὶ τοῦ χάρτου, Δημ. 45. 12, πρβλ. 48. 17. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ον,
A in letters, of letters, epistolary, in the form of letters, συνουσίαι Philostr. VA4.46; ξυμβουλίαι ib.7.8; γράμματα Ph.2.533; δυνάμεις ἐπιστολιμαῖαι = forces promised by letter and decreed, but never sent, paper-armies, D.4.19.
German (Pape)
[Seite 985] im Briefe enthalten, brieflich, schriftlich, δυνάμεις, Kriegsmacht, die nur auf dem Papiere steht, nur in Briefen verheißen, nie geschickt wird, Dem. 4, 19; vgl. B. A. 253, 16. Oefter bei Sp., auch 3 Endgn, vgl. Lob. zu Phryn. p. 559.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
promis par une lettre, càd qui n’existe que sur le papier.
Étymologie: ἐπιστολή.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστολιμαῖος: -ον, ὁ δι’ ἐπιστολῶν, ὁ ἐν ἐπιστολαῖς, ὁ ἐν εἴδει ἐπιστολῆς, ἐπιστολικός, συνουσία Φιλόστρ. 187, πρβλ. 285· ἐπ. γράμματα Φίλων 2. 533, Εὐσ.: ― δυνάμεις ἐπ., δυνάμεις ὑπεσχημέναι δι’ ἐπιστολῶν καὶ ἐψηφισμέναι, ἀλλὰ μηδέποτε σταλεῖσαι, δυνάμεις ἐπὶ τοῦ χάρτου, Δημ. 45. 12, πρβλ. 48. 17.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπιστολιμαῖος, -α, -ον)
αυτός που έχει γραφεί σε μορφή ή με διατύπωση επιστολής («επιστολιμαία διατριβή»)
αρχ.
φρ. «δυνάμεις ἐπιστολιμαῖαι» — στρατιωτικές δυνάμεις που έχει αποφασισθεί με ψηφοφορία να σταλούν και η απόφαση έχει γνωστοποιηθεί με επίσημη επιστολή στους ενδιαφερομένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιστολή + -μαίος (πρβλ. κλοπιμαίος, υποβολιμαίος.
Greek Monotonic
ἐπιστολιμαῖος: -ον, επιστολικός, προστεταγμένος, διατεταγμένος, παρηγγελμένος· δυνάμεις ἐπ., ενισχύσεις που ψηφίστηκαν, αλλά ποτέ δεν στάλθηκαν, δυνάμεις στα χαρτιά μόνο, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστολῐμαῖος: обещанный в письме (но не данный), оставшийся на бумаге, т. е. нереальный (δυνάμεις Dem.).
Middle Liddell
ἐπιστολιμαῖος, ον [from ἐπιστολή
commanded:— δυνάμεις ἐπ. forces decreed, but never sent, paper-armies, Dem.