ἐπαρωγή: Difference between revisions
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0906.png Seite 906]] ἡ, die Hülfe, der Beistand, Ap. Rh. 1, 302; νούσοιο, gegen die Krankheit, Luc. Alex. 28. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0906.png Seite 906]] ἡ, die Hülfe, der Beistand, Ap. Rh. 1, 302; νούσοιο, gegen die Krankheit, Luc. Alex. 28. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />secours : τινος remède contre qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαρήγω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπᾰρωγή''': ἡ, ([[ἐπαρήγω]]), [[ἀρωγή]], [[ἐπικουρία]], [[βοήθεια]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 302. ΙΙ. [[ἐπαρωγή]] τινος, [[βοήθεια]] κατά τινος πράγματος, νούσοιο λυγρῆς ἐπαρωγὴν Λουκ. Ἀλέξ. 28· [[ἐντεῦθεν]], [[ἐναντίωσις]], [[ἀντίστασις]], Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 618. 5. | |lstext='''ἐπᾰρωγή''': ἡ, ([[ἐπαρήγω]]), [[ἀρωγή]], [[ἐπικουρία]], [[βοήθεια]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 302. ΙΙ. [[ἐπαρωγή]] τινος, [[βοήθεια]] κατά τινος πράγματος, νούσοιο λυγρῆς ἐπαρωγὴν Λουκ. Ἀλέξ. 28· [[ἐντεῦθεν]], [[ἐναντίωσις]], [[ἀντίστασις]], Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 618. 5. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:29, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, (ἐπαρήγω) A help, aid, A.R.1.302; ἐπαρωγὴν ποιεῖσθαί τινι Charond. ap. Stob.4.2.24. II ἐ. τινος aid against a thing, Orac. ap. Luc.Alex.28: hence, opposition, IG14.2012A5.
German (Pape)
[Seite 906] ἡ, die Hülfe, der Beistand, Ap. Rh. 1, 302; νούσοιο, gegen die Krankheit, Luc. Alex. 28.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
secours : τινος remède contre qch.
Étymologie: ἐπαρήγω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰρωγή: ἡ, (ἐπαρήγω), ἀρωγή, ἐπικουρία, βοήθεια, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 302. ΙΙ. ἐπαρωγή τινος, βοήθεια κατά τινος πράγματος, νούσοιο λυγρῆς ἐπαρωγὴν Λουκ. Ἀλέξ. 28· ἐντεῦθεν, ἐναντίωσις, ἀντίστασις, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 618. 5.
Greek Monolingual
ἐπαρωγή, η (Α)
1. βοήθεια, επικουρία
2. βοήθεια εναντίον κάποιου
3. αντίσταση, εναντίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρωγή «βοήθεια»].
Greek Monotonic
ἐπᾰρωγή: ἡ, βοήθεια, αρωγή, εναντίον κάποιου, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾰρωγή: ῆς ἡ помощь, средство (νούσοιο λυγρῆς Luc.).