ἐπιστορέννυμι: Difference between revisions

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0985.png Seite 985]] (s. [[στορέννυμι]], darüber breiten, in tmesi, Od. 4, 50 u. sp. D., wie Nonn. D. 1, 51.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0985.png Seite 985]] (s. [[στορέννυμι]], darüber breiten, in tmesi, Od. 4, 50 u. sp. D., wie Nonn. D. 1, 51.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐπεστόρεσα;<br />étendre sur ; <i>Pass.</i> être couvert d’une housse.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[στορέννυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιστορέννῡμι''': ἢ (παρ’ Ἡσύχ.) -στόρνῡμι: μέλλ. -στρώσω: ἀόρ. α΄ -εστόρεσα ἢ -έστρωσα: μέσ. ἀόρ. -εστορέσαντο Νόνν. 24. 334. ― Στρώνω τι [[ἐπάνω]] εἴς τι, ἐπιστρώνω, ἐστόρεσεν δ’ ἐπὶ δέρμα, ἐπὶ τῆς κλίνης, Ὀδ. Ξ. 50· χιτῶνας ἐπὶ τὸν στῦλον Ἱππ. π. Ἄρθρ. 836: ― βάρβαρός τις μέλλ. ἐπιστρωννύσω τῇ γῇ νιφετόν, μόνον παρὰ τῷ Ψευδο-Λουκ. ἐν Φιλοπάτρ. 24. 2) [[ἐπισάττω]], ἐπιστρῶσαι τὸν ὄνον Ἱωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 9, 1· ἡ [[κάμηλος]] ἁλουργίδι ἐπέστρωτο Λουκ. Προμ. 4.
|lstext='''ἐπιστορέννῡμι''': ἢ (παρ’ Ἡσύχ.) -στόρνῡμι: μέλλ. -στρώσω: ἀόρ. α΄ -εστόρεσα ἢ -έστρωσα: μέσ. ἀόρ. -εστορέσαντο Νόνν. 24. 334. ― Στρώνω τι [[ἐπάνω]] εἴς τι, ἐπιστρώνω, ἐστόρεσεν δ’ ἐπὶ δέρμα, ἐπὶ τῆς κλίνης, Ὀδ. Ξ. 50· χιτῶνας ἐπὶ τὸν στῦλον Ἱππ. π. Ἄρθρ. 836: ― βάρβαρός τις μέλλ. ἐπιστρωννύσω τῇ γῇ νιφετόν, μόνον παρὰ τῷ Ψευδο-Λουκ. ἐν Φιλοπάτρ. 24. 2) [[ἐπισάττω]], ἐπιστρῶσαι τὸν ὄνον Ἱωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 9, 1· ἡ [[κάμηλος]] ἁλουργίδι ἐπέστρωτο Λουκ. Προμ. 4.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐπεστόρεσα;<br />étendre sur ; <i>Pass.</i> être couvert d’une housse.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[στορέννυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστορέννῡμι Medium diacritics: ἐπιστορέννυμι Low diacritics: επιστορέννυμι Capitals: ΕΠΙΣΤΟΡΕΝΝΥΜΙ
Transliteration A: epistorénnymi Transliteration B: epistorennymi Transliteration C: epistorennymi Beta Code: e)pistore/nnumi

English (LSJ)

or (Hsch. s.v. ψιάθια) ἐπιστόρνυμι: fut. -στρώσω: aor. 1 -εστόρεσα or -έστρωσα: aor. Med. A -εστορέσαντο Nonn.D.24.334:—strew or spread upon, ἐστόρεσεν δ' ἐπὶ δέρμα upon the bed, Od. 14.50; ἱμάτιον ἐπὶ τὸ ξύλον Hp.Art.75; a barbarous fut., ἐπιστρωννύσω τῇ γῇ νιφετόν, only in Ps.-Luc.Philopatr.24. 2. saddle, ἐπιστρῶσαι τὸν ὄνον J.AJ8.9.1; [ἡ κάμηλος] ἁλουργίδι ἐπέστρωτο Luc.Prom.Es4.

German (Pape)

[Seite 985] (s. στορέννυμι, darüber breiten, in tmesi, Od. 4, 50 u. sp. D., wie Nonn. D. 1, 51.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐπεστόρεσα;
étendre sur ; Pass. être couvert d’une housse.
Étymologie: ἐπί, στορέννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστορέννῡμι: ἢ (παρ’ Ἡσύχ.) -στόρνῡμι: μέλλ. -στρώσω: ἀόρ. α΄ -εστόρεσα ἢ -έστρωσα: μέσ. ἀόρ. -εστορέσαντο Νόνν. 24. 334. ― Στρώνω τι ἐπάνω εἴς τι, ἐπιστρώνω, ἐστόρεσεν δ’ ἐπὶ δέρμα, ἐπὶ τῆς κλίνης, Ὀδ. Ξ. 50· χιτῶνας ἐπὶ τὸν στῦλον Ἱππ. π. Ἄρθρ. 836: ― βάρβαρός τις μέλλ. ἐπιστρωννύσω τῇ γῇ νιφετόν, μόνον παρὰ τῷ Ψευδο-Λουκ. ἐν Φιλοπάτρ. 24. 2) ἐπισάττω, ἐπιστρῶσαι τὸν ὄνον Ἱωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 9, 1· ἡ κάμηλος ἁλουργίδι ἐπέστρωτο Λουκ. Προμ. 4.

Greek Monolingual

ἐπιστορέννυμι και ἐπιστόρνυμι (Α)
1. επιστρώνω («ἐστόρεσαν δ’ ἐπὶ δέρμα» — έστρωσαν δέρμα πάνω στην κλίνη, Ομ. Οδ.)
2. σαμαρώνω
κάμηλος ἀλουργίδι ἐπέστρωτο», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στόρνυμι «στρώνω»].

Greek Monotonic

ἐπιστορέννῡμι: μέλ. -στρώσω, αόρ. αʹ -εστόρεσα ή -έστρωσα·
1. στρώνω ή επιστρώνω, σε Ομήρ. Οδ.
2. σελώνω, σαμαρώνω, φορτώνω, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστορέννῡμι:
1) (на чем-л.) расстилать (δέρμα αἰγός Hom. - in tmesi);
2) покрывать (ἡ κάμηλος ἁλουργίδι ἐπέστρωτο Luc.).

Middle Liddell

fut. -στρώσω aor1 -εστόρεσα or -έστρωσα
1. to strew or spread upon, Od.
2. to saddle, Luc.