ἔξοιδα: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0885.png Seite 885]] verstärktes simplex; [[ἔξοιδα]] καὶ φύσει σε μὴ πεφυκότα Soph. Phil. 79; ἔξοιδ' ἔχουσα Trach. 5, wie ἀνὴρ ὤν O. C. 573; ὅσον ἦν [[κέρδος]] 984; ὧν ἂν ἐξειδὼς κυρῶ Tr. 398; – ἐξίδμεναι Ap. Rh. 3, 332.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0885.png Seite 885]] verstärktes simplex; [[ἔξοιδα]] καὶ φύσει σε μὴ πεφυκότα Soph. Phil. 79; ἔξοιδ' ἔχουσα Trach. 5, wie ἀνὴρ ὤν O. C. 573; ὅσον ἦν [[κέρδος]] 984; ὧν ἂν ἐξειδὼς κυρῶ Tr. 398; – ἐξίδμεναι Ap. Rh. 3, 332.
}}
{{bailly
|btext=<i>pf. au sens du prés., part.</i> [[ἐξειδώς]] ; <i>pqp.</i> [[ἐξῄδη]] <i>au sens de l'impf.</i><br />savoir parfaitement, acc. : ἔξοιδ’ ἀνὴρ [[ὤν]] SOPH je sais très bien que je suis homme ; ἔξοιδά [[σε]] [[οὐ]] ψιλὸν ἥκοντα SOPH je sais très bien que tu n’en es pas venu désarmé, <i>càd</i> sans aide, seul (à cet excès d’audace) ; ὑφ’ [[ἡμῶν]] οὐδὲν [[ἐξειδώς]] SOPH ne sachant rien par nous, n’ayant rien appris de nous.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[οἶδα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔξοιδα''': -οισθα, πρκμ. μετὰ σημ. ἐνεστ.: ὑπερσ. ἐξῄδη ὡς παρατ. Σοφ. Ἀντ. 460, β΄ ἑνικ. -ῄδησθα ὁ αὐτὸς Τρ. 898 (Cobet): (ἴδε * [[εἴδω]]): ― [[οἶδα]], γινώσκω [[καλῶς]], [[ἐπεὶ]] [[οὔτι]] θεῶν ἐκ θέσφατα ᾔδη Ἰλ. Ε. 64, οὕτω καὶ Σοφ., Εὐρ. καὶ μεταγεν. πεζογράφοι· μετὰ μετοχ. συμφωνούσης πρὸς τὸ ὑποκ., ἔξοιδ᾿ ἔχουσα Σοφ. Τρ. 5· ἐξ. ἀνὴρ ὢν ὁ αὐτὸς Ο. Κ. 567· πρὸς τὸ ἀντικείμενον, ἐξ. σε οὐ ψιλὸν ἥκοντα [[αὐτόθι]] 1028, πρβλ. Φιλοκ. 79, 407· ὑφ᾿ ἡμῶν οὐδὲν ἐξειδώς, οὐδὲν μαθών, ὁ αὐτὸς Οἰδ. Τ. 37· μετὰ γεν., ὧν γ᾿ ἂν ἐξειδὼς κυρῶ, ὡς εἰ ἦν ἐπίθ., ὁ αὐτὸς Τρ. 299· ἀπολ., ὁ αὐτὸς ἐν Ἠλ. 222, κλ.
|lstext='''ἔξοιδα''': -οισθα, πρκμ. μετὰ σημ. ἐνεστ.: ὑπερσ. ἐξῄδη ὡς παρατ. Σοφ. Ἀντ. 460, β΄ ἑνικ. -ῄδησθα ὁ αὐτὸς Τρ. 898 (Cobet): (ἴδε * [[εἴδω]]): ― [[οἶδα]], γινώσκω [[καλῶς]], [[ἐπεὶ]] [[οὔτι]] θεῶν ἐκ θέσφατα ᾔδη Ἰλ. Ε. 64, οὕτω καὶ Σοφ., Εὐρ. καὶ μεταγεν. πεζογράφοι· μετὰ μετοχ. συμφωνούσης πρὸς τὸ ὑποκ., ἔξοιδ᾿ ἔχουσα Σοφ. Τρ. 5· ἐξ. ἀνὴρ ὢν ὁ αὐτὸς Ο. Κ. 567· πρὸς τὸ ἀντικείμενον, ἐξ. σε οὐ ψιλὸν ἥκοντα [[αὐτόθι]] 1028, πρβλ. Φιλοκ. 79, 407· ὑφ᾿ ἡμῶν οὐδὲν ἐξειδώς, οὐδὲν μαθών, ὁ αὐτὸς Οἰδ. Τ. 37· μετὰ γεν., ὧν γ᾿ ἂν ἐξειδὼς κυρῶ, ὡς εἰ ἦν ἐπίθ., ὁ αὐτὸς Τρ. 299· ἀπολ., ὁ αὐτὸς ἐν Ἠλ. 222, κλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>pf. au sens du prés., part.</i> [[ἐξειδώς]] ; <i>pqp.</i> [[ἐξῄδη]] <i>au sens de l'impf.</i><br />savoir parfaitement, acc. : ἔξοιδ’ ἀνὴρ [[ὤν]] SOPH je sais très bien que je suis homme ; ἔξοιδά [[σε]] [[οὐ]] ψιλὸν ἥκοντα SOPH je sais très bien que tu n’en es pas venu désarmé, <i>càd</i> sans aide, seul (à cet excès d’audace) ; ὑφ’ [[ἡμῶν]] οὐδὲν [[ἐξειδώς]] SOPH ne sachant rien par nous, n’ayant rien appris de nous.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[οἶδα]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξοιδα Medium diacritics: ἔξοιδα Low diacritics: έξοιδα Capitals: ΕΞΟΙΔΑ
Transliteration A: éxoida Transliteration B: exoida Transliteration C: eksoida Beta Code: e)/coida

English (LSJ)

pf. in pres. sense, plpf. ἐξῄδη as impf., S.Ant.460, dub. in Tr.988 (lyr.): Ep. inf. ἐξίδμεναι A.R.3.332:—know thoroughly, know well, S.OT129, E.Ph.95, etc.: with part. agreeing with the subject, ἔξοιδ' ἔχουσα S.Tr.5; ἔ. ἀνὴρ ὤν Id.OC567; with the object, ἔ. σε οὐ ψιλὸν ἥκοντα ib.1028, cf. Ph.79,407; ὑφ' ἡμῶν οὐδὲν ἐξειδώς having learnt, Id.OT37: c. gen., ὧν γ' ἂν ἐξειδὼς κυρῶ, as if it were an Adj., Id.Tr.399: abs., Id.El.222 (lyr.), etc.

German (Pape)

[Seite 885] verstärktes simplex; ἔξοιδα καὶ φύσει σε μὴ πεφυκότα Soph. Phil. 79; ἔξοιδ' ἔχουσα Trach. 5, wie ἀνὴρ ὤν O. C. 573; ὅσον ἦν κέρδος 984; ὧν ἂν ἐξειδὼς κυρῶ Tr. 398; – ἐξίδμεναι Ap. Rh. 3, 332.

French (Bailly abrégé)

pf. au sens du prés., part. ἐξειδώς ; pqp. ἐξῄδη au sens de l'impf.
savoir parfaitement, acc. : ἔξοιδ’ ἀνὴρ ὤν SOPH je sais très bien que je suis homme ; ἔξοιδά σε οὐ ψιλὸν ἥκοντα SOPH je sais très bien que tu n’en es pas venu désarmé, càd sans aide, seul (à cet excès d’audace) ; ὑφ’ ἡμῶν οὐδὲν ἐξειδώς SOPH ne sachant rien par nous, n’ayant rien appris de nous.
Étymologie: ἐξ, οἶδα.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξοιδα: -οισθα, πρκμ. μετὰ σημ. ἐνεστ.: ὑπερσ. ἐξῄδη ὡς παρατ. Σοφ. Ἀντ. 460, β΄ ἑνικ. -ῄδησθα ὁ αὐτὸς Τρ. 898 (Cobet): (ἴδε * εἴδω): ― οἶδα, γινώσκω καλῶς, ἐπεὶ οὔτι θεῶν ἐκ θέσφατα ᾔδη Ἰλ. Ε. 64, οὕτω καὶ Σοφ., Εὐρ. καὶ μεταγεν. πεζογράφοι· μετὰ μετοχ. συμφωνούσης πρὸς τὸ ὑποκ., ἔξοιδ᾿ ἔχουσα Σοφ. Τρ. 5· ἐξ. ἀνὴρ ὢν ὁ αὐτὸς Ο. Κ. 567· πρὸς τὸ ἀντικείμενον, ἐξ. σε οὐ ψιλὸν ἥκοντα αὐτόθι 1028, πρβλ. Φιλοκ. 79, 407· ὑφ᾿ ἡμῶν οὐδὲν ἐξειδώς, οὐδὲν μαθών, ὁ αὐτὸς Οἰδ. Τ. 37· μετὰ γεν., ὧν γ᾿ ἂν ἐξειδὼς κυρῶ, ὡς εἰ ἦν ἐπίθ., ὁ αὐτὸς Τρ. 299· ἀπολ., ὁ αὐτὸς ἐν Ἠλ. 222, κλ.

Greek Monolingual

ἔξοιδα (Α) οίδα
γνωρίζω καλά («πάντα δ' ἐξοιδὼς φράσω», Ευρ.).

Greek Monotonic

ἔξοιδα: -οισθα, παρακ. με σημασία ενεστ., υπερσ. ἐξῄδη ως παρατ., βʹ ενικ. -ῄδησθα· (βλ. *εἴδω),· γνωρίζω πλήρως, γνωρίζω καλά, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἔξοιδα: (pf. в знач. praes.; ppf. в знач. impf. ἐξῄδη; part. ἐξειδώς) отлично знать: ἔξοιδ᾽ ἀνὴρ ὤν Soph. я хорошо знаю, что я человек; ὑφ᾽ ἡμῶν οὐδὲν ἐξειδώς Soph. от нас ничего не узнав.

Middle Liddell

-οισθα, ἔξ-οιδα perf. in pres. sense, plup. ἐξῄδη as impf., 2nd sg. -ῄδησθα; [v. *εἴδω
to know thoroughly, know well, Il., Soph., etc.