ὀχετηγός: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0429.png Seite 429]] einen Graben, Kanal zum Leiten des Wassers ziehend, [[ἀνήρ]], Il. 21, 257, sp. D., Maneth. 6, 422; auch übertr., [[πνεῦμα]] ὀχετηγόν, von der Flöte, Ep. ad. (IX, 3, 505, 5); ἑῶν ὀχετηγὸς ἐρώτων, vom Flußgott, Symm. her. 21 (IX, 362); vgl. Agath. 6 (V, 285).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0429.png Seite 429]] einen Graben, Kanal zum Leiten des Wassers ziehend, [[ἀνήρ]], Il. 21, 257, sp. D., Maneth. 6, 422; auch übertr., [[πνεῦμα]] ὀχετηγόν, von der Flöte, Ep. ad. (IX, 3, 505, 5); ἑῶν ὀχετηγὸς ἐρώτων, vom Flußgott, Symm. her. 21 (IX, 362); vgl. Agath. 6 (V, 285).
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui amène par un conduit, qui fait dériver par un canal.<br />'''Étymologie:''' [[ὀχετός]], [[ἄγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀχετηγός''': -όν, (ἄγω) ὁ διοχετεύων [[ὕδωρ]] δι’ αὔλακος ἢ ὀχετοῦ, ὡς δ’ ὅτ’ ἀνὴρ ὀχ. ἀπὸ κρήνης μελανύδρου ἂμ φυτὰ καὶ κήπους ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύῃ Ἰλ. Φ. 257· μεταφορ., [[πνεῦμα]] ὀχετ., ἐπὶ τοῦ αὐλοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 505, 6· [[οὕτως]] ὁ Ἀλφειὸς λέγεται: ἑῶν ὀχετ. ἐρώτων [[αὐτόθι]] 362, 5, πρβλ. 5. 285· [[ἔρως]] ὀχ. ἀνίης [[αὐτόθι]] 5. 229· νοῦ, ὀχετηγὲ θεῶν, ὁδηγέ, ἀρχηγέ, Συνεσ. Ὕμν. 3. 168.
|lstext='''ὀχετηγός''': -όν, (ἄγω) ὁ διοχετεύων [[ὕδωρ]] δι’ αὔλακος ἢ ὀχετοῦ, ὡς δ’ ὅτ’ ἀνὴρ ὀχ. ἀπὸ κρήνης μελανύδρου ἂμ φυτὰ καὶ κήπους ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύῃ Ἰλ. Φ. 257· μεταφορ., [[πνεῦμα]] ὀχετ., ἐπὶ τοῦ αὐλοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 505, 6· [[οὕτως]] ὁ Ἀλφειὸς λέγεται: ἑῶν ὀχετ. ἐρώτων [[αὐτόθι]] 362, 5, πρβλ. 5. 285· [[ἔρως]] ὀχ. ἀνίης [[αὐτόθι]] 5. 229· νοῦ, ὀχετηγὲ θεῶν, ὁδηγέ, ἀρχηγέ, Συνεσ. Ὕμν. 3. 168.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui amène par un conduit, qui fait dériver par un canal.<br />'''Étymologie:''' [[ὀχετός]], [[ἄγω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχετηγός Medium diacritics: ὀχετηγός Low diacritics: οχετηγός Capitals: ΟΧΕΤΗΓΟΣ
Transliteration A: ochetēgós Transliteration B: ochetēgos Transliteration C: ochetigos Beta Code: o)xethgo/s

English (LSJ)

όν, (ἄγω) conducting or drawing off water by a ditch or conduit, ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ ὀ. ἀπὸ κρήνης μελανύδρου ἂμ φυτὰ καὶ κήπους ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύῃ Il.21.257: metaph., πνεῦμα ὀ., of the flute, AP9.505.6; ἑῶν ὀ. ἐρώτων, of the Alpheus, ib.362.5, cf. 5.284 (Agath.); ἔρως ὀ. ἀνίης ib.228 (Maced.).

German (Pape)

[Seite 429] einen Graben, Kanal zum Leiten des Wassers ziehend, ἀνήρ, Il. 21, 257, sp. D., Maneth. 6, 422; auch übertr., πνεῦμα ὀχετηγόν, von der Flöte, Ep. ad. (IX, 3, 505, 5); ἑῶν ὀχετηγὸς ἐρώτων, vom Flußgott, Symm. her. 21 (IX, 362); vgl. Agath. 6 (V, 285).

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui amène par un conduit, qui fait dériver par un canal.
Étymologie: ὀχετός, ἄγω.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχετηγός: -όν, (ἄγω) ὁ διοχετεύων ὕδωρ δι’ αὔλακος ἢ ὀχετοῦ, ὡς δ’ ὅτ’ ἀνὴρ ὀχ. ἀπὸ κρήνης μελανύδρου ἂμ φυτὰ καὶ κήπους ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύῃ Ἰλ. Φ. 257· μεταφορ., πνεῦμα ὀχετ., ἐπὶ τοῦ αὐλοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 505, 6· οὕτως ὁ Ἀλφειὸς λέγεται: ἑῶν ὀχετ. ἐρώτων αὐτόθι 362, 5, πρβλ. 5. 285· ἔρως ὀχ. ἀνίης αὐτόθι 5. 229· νοῦ, ὀχετηγὲ θεῶν, ὁδηγέ, ἀρχηγέ, Συνεσ. Ὕμν. 3. 168.

Greek Monolingual

ὀχετηγός και ὀχεταγωγός, -όν (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που διοχετεύει νερό με αυλάκι ή τάφρο
2. το αρσ. ως ουσ.ὀχετηγός
κατασκευαστής αυλάκων ή τάφρων για διοχέτευση νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχετός + -ηγός (< ἄγω), με έκταση λόγω συνθέσεως. Ο τ. ὀχεταγωγός < ὀχετός + ἀγωγός.

Greek Monotonic

ὀχετηγός: -όν (ὀχετός, ἄγω), αυτός που καθοδηγεί τη ροή του νερού ή διοχετεύει το νερό μέσω αυλακιού ή τάφρου, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., πνεῦμα ὀχετηγόν, λέγεται για τον αυλό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὀχετηγός:
1) проводящий канал(ы), отводящий воду (ἀπὸ κρήνης Hom.);
2) перен. служащий проводником (ἐρώτων, ἀνίης Anth.).

Middle Liddell

ὀχετ-ηγός, όν ὀχετός, ἄγω]
conducting or drawing off water by a ditch or conduit, Il.: metaph., πνεῦμα ὀχ., of the flute, Anth.