ὀπιθόμβροτος: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0357.png Seite 357]] poet. für ὀπισθόμβροτος, dem Sterblichen hinterher folgend, [[αὔχημα]], der Nachruhm, Pind. P. 1, 92. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0357.png Seite 357]] poet. für ὀπισθόμβροτος, dem Sterblichen hinterher folgend, [[αὔχημα]], der Nachruhm, Pind. P. 1, 92. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui survit aux mortels.<br />'''Étymologie:''' [[ὄπιθε]], [[βροτός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀπῐθόμβροτος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ ὀπισθόμβροτος, ὁ ἀκολουθῶν θνητόν, ὀπ. [[αὔχημα]], ἡ [[δόξα]] ἥτις ζῇ μετὰ θάνατον, Πινδ. Π. 1. 179. | |lstext='''ὀπῐθόμβροτος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ ὀπισθόμβροτος, ὁ ἀκολουθῶν θνητόν, ὀπ. [[αὔχημα]], ἡ [[δόξα]] ἥτις ζῇ μετὰ θάνατον, Πινδ. Π. 1. 179. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |
Revision as of 17:55, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, poet. for ὀπισθόμβροτος, following a mortal, ὀ. αὔχημα the glory that lives after men, Pi.P.1.92.
German (Pape)
[Seite 357] poet. für ὀπισθόμβροτος, dem Sterblichen hinterher folgend, αὔχημα, der Nachruhm, Pind. P. 1, 92.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui survit aux mortels.
Étymologie: ὄπιθε, βροτός.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπῐθόμβροτος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ὀπισθόμβροτος, ὁ ἀκολουθῶν θνητόν, ὀπ. αὔχημα, ἡ δόξα ἥτις ζῇ μετὰ θάνατον, Πινδ. Π. 1. 179.
English (Slater)
ὀπῐθόμβροτος that follows after men ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει (P. 1.92)
Greek Monolingual
ὀπιθόμβροτος, -ον (Α)
αυτός που ζει μετά τον θάνατο, που ακολουθεί τον θνητό («ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας» — η δόξα που ζει μετά τον θάνατο, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπιθεν, ποιητ. τ. του ὄπισθεν + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < μροτός), πρβλ. λησί-μβροτος, μελά-μβροτος].
Greek Monotonic
ὀπῐθόμβροτος: -ον, ποιητ. αντί ὀπισθό-μβροτος, -ον, αυτός που ακολουθεί έναν θνητό, ὀπιθόμβροτον αὔχημα, δόξα που διαρκεί και μετά τον θάνατο, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ὀπιθόμβροτος: переживающий смертных, посмертный (αὔχημα Pind.).
Middle Liddell
ὀπῐθό-μβροτος, ον, [poetic for ὀπισθόμβροτος]
following a mortal, ὀπιθ. αὔχημα glory that lives after men, Pind.