ὀνείδειος: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0345.png Seite 345]] ον, schimpfend, tadelnd; ὀνειδείοις ἐπέεσσι, mit Schimpf- oder Schmähworten, Od. 18, 326; oft in der ll., auch [[μῦθος]] ὀν., Il. 21, 393. 471; einzeln bei sp. D., [[ψωμός]], Ammian. 25 (IX, 573).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0345.png Seite 345]] ον, schimpfend, tadelnd; ὀνειδείοις ἐπέεσσι, mit Schimpf- oder Schmähworten, Od. 18, 326; oft in der ll., auch [[μῦθος]] ὀν., Il. 21, 393. 471; einzeln bei sp. D., [[ψωμός]], Ammian. 25 (IX, 573).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />injurieux, outrageant.<br />'''Étymologie:''' [[ὄνειδος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνείδειος''': -ον, [[ὀνειδιστικός]], ὀνείδους [[πλήρης]], ὀνειδείοις ἐπέεσσι, διὰ λέξεων ὀνειδιστικῶν, Ἰλ. Α. 519, κτλ.˙ ἐν τῇ Ὀδ. μόνον [[ἅπαξ]], Σ 326 οὕτω. [[μῦθος]] ὀν. Ἰλ. Φ. 393. 2) ἀτιμαστικός, ἄτιμος, ψωμὸς ὀν., ὁ ἐκ τῆς ἐπαιτείας, Ἀνθολ. Π. 9. 573.
|lstext='''ὀνείδειος''': -ον, [[ὀνειδιστικός]], ὀνείδους [[πλήρης]], ὀνειδείοις ἐπέεσσι, διὰ λέξεων ὀνειδιστικῶν, Ἰλ. Α. 519, κτλ.˙ ἐν τῇ Ὀδ. μόνον [[ἅπαξ]], Σ 326 οὕτω. [[μῦθος]] ὀν. Ἰλ. Φ. 393. 2) ἀτιμαστικός, ἄτιμος, ψωμὸς ὀν., ὁ ἐκ τῆς ἐπαιτείας, Ἀνθολ. Π. 9. 573.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />injurieux, outrageant.<br />'''Étymologie:''' [[ὄνειδος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 17:58, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνείδειος Medium diacritics: ὀνείδειος Low diacritics: ονείδειος Capitals: ΟΝΕΙΔΕΙΟΣ
Transliteration A: oneídeios Transliteration B: oneideios Transliteration C: oneideios Beta Code: o)nei/deios

English (LSJ)

ον, A reproachful, ὀνειδείοις ἐπέεσσι with words of reproach, Il.1.519, etc.; once in Od., 18.326; ὀ. μῦθος Il.21.393. 2 dishonourable, ψωμὸς ὀ., of the fruits of begging, AP9.573 (Ammian.).

German (Pape)

[Seite 345] ον, schimpfend, tadelnd; ὀνειδείοις ἐπέεσσι, mit Schimpf- oder Schmähworten, Od. 18, 326; oft in der ll., auch μῦθος ὀν., Il. 21, 393. 471; einzeln bei sp. D., ψωμός, Ammian. 25 (IX, 573).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
injurieux, outrageant.
Étymologie: ὄνειδος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνείδειος: -ον, ὀνειδιστικός, ὀνείδους πλήρης, ὀνειδείοις ἐπέεσσι, διὰ λέξεων ὀνειδιστικῶν, Ἰλ. Α. 519, κτλ.˙ ἐν τῇ Ὀδ. μόνον ἅπαξ, Σ 326 οὕτω. μῦθος ὀν. Ἰλ. Φ. 393. 2) ἀτιμαστικός, ἄτιμος, ψωμὸς ὀν., ὁ ἐκ τῆς ἐπαιτείας, Ἀνθολ. Π. 9. 573.

English (Autenrieth)

(ὄνειδος): reproachful; μῦθος. ἔπεα, and without ἔπος, Il. 22.497.

Greek Monolingual

ὀνείδειος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. ονειδιστικός, εξυβριστικός
2. εξευτελιστικός, ταπεινωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειδος + κατάλ. -ειος (πρβλ. παίδ-ειος)].

Greek Monotonic

ὀνείδειος: -ον (ὄνειδος),·
1. καταφρονητικός, σε Όμηρ.
2. αξιοκαταφρόνητος, άτιμος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὀνείδειος:
1) бранный, ругательный (ἔπεα, μῦθος Hom.);
2) постыдный, позорящий (ψωμός Anth.).

Middle Liddell

ὀνείδειος, ον, ὄνειδος
1. reproachful, Hom.
2. dishonourable, Anth.