ὑμός: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1179.png Seite 1179]] dor. u. ep. = [[ὑμέτερος]], [[euer]]; Hom.; Pind. P. 7, 17. 8, 66. – Vgl. [[ἁμός]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1179.png Seite 1179]] dor. u. ep. = [[ὑμέτερος]], [[euer]]; Hom.; Pind. P. 7, 17. 8, 66. – Vgl. [[ἁμός]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>dor. et épq. c.</i> [[ὑμέτερος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑμός''': [ῡ], ά, καὶ ή, όν, Δώρ. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ [[ὑμέτερος]], Ἰλ. Ε. 489, Ν. 815, Ὀδ. Α. 375, Β. 140, Ἡσ. Θεογ. 662. ΙΙ. Παρὰ Πινδ. [[ὡσαύτως]] ἀντὶ τοῦ σός, ΙΙ. 7. 15., 8. 95. - Πρβλ. ἀμός.
|lstext='''ὑμός''': [ῡ], ά, καὶ ή, όν, Δώρ. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ [[ὑμέτερος]], Ἰλ. Ε. 489, Ν. 815, Ὀδ. Α. 375, Β. 140, Ἡσ. Θεογ. 662. ΙΙ. Παρὰ Πινδ. [[ὡσαύτως]] ἀντὶ τοῦ σός, ΙΙ. 7. 15., 8. 95. - Πρβλ. ἀμός.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>dor. et épq. c.</i> [[ὑμέτερος]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 18:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμός Medium diacritics: ὑμός Low diacritics: υμός Capitals: ΥΜΟΣ
Transliteration A: hymós Transliteration B: hymos Transliteration C: ymos Beta Code: u(mo/s

English (LSJ)

[ῡ], ά and ή, όν, Dor. and Ep. for ὑμέτερος, A your, Il.5.489, 13.815, Od.1.375, 2.140, Hes.Th.662, SIG685.127 (Crete, ii B. C.). II also for σός, Pi.P.7.15, 8.66, Orac. ap. D.S.8.29. Cf. ἁμός (A).

German (Pape)

[Seite 1179] dor. u. ep. = ὑμέτερος, euer; Hom.; Pind. P. 7, 17. 8, 66. – Vgl. ἁμός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dor. et épq. c. ὑμέτερος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑμός: [ῡ], ά, καὶ ή, όν, Δώρ. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ ὑμέτερος, Ἰλ. Ε. 489, Ν. 815, Ὀδ. Α. 375, Β. 140, Ἡσ. Θεογ. 662. ΙΙ. Παρὰ Πινδ. ὡσαύτως ἀντὶ τοῦ σός, ΙΙ. 7. 15., 8. 95. - Πρβλ. ἀμός.

English (Slater)

ῡμός = ὑμέτερος σὺν ἑορται-ς ὑμαῖς (for Apollo and Artemis) (P. 8.66) ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι, ὦ Μεγάκλεες, ὑμαί τε καὶ προγόνων (i. e. of your family and forebears) (P. 7.17)

Greek Monolingual

-ή, -όν, και αιολ. τ. ὔμμος, -α, -ον, Α
1. υμέτερος, δικός σας
2. δικός σου («ὦ Μεγάκλεες, ὑμαί τε καὶ προγόνων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑμ(ε)- του ὑμεῖς (πρβλ. ἡμός / ἐμός)].

Greek Monotonic

ὑμός: [ῡ], -ά και -ή, -όν, Δωρ. και Επικ. αντί ὑμέτερος,
I. δικός σας, σε Όμηρ., Ησίοδ.
II. σε Πίνδ. επίσης αντί του σός.

Russian (Dvoretsky)

ὑμός: (ῡ) эп.-дор.
1) Hom., Hes., Pind. = ὑμέτερος;
2) Pind. = σός.

Middle Liddell

[doric and epic for ὑμέτερος
I. your, Hom., Hes.
II. in Pind. also for σός.