ὑπερμεγέθης: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - " ιονιξ " to " ''Ionic'' ") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1198.png Seite 1198]] ες, = [[ὑπέρμεγας]], ion. [[ὑπερμεγάθης]], Her. 2, 175. 4, 191. 7, 126; Dem. u. Sp., wie Plut. Rom. 16; – übermäßig schwer, [[ἔργον]] Xen. Cyr. 1, 6, 8. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1198.png Seite 1198]] ες, = [[ὑπέρμεγας]], ion. [[ὑπερμεγάθης]], Her. 2, 175. 4, 191. 7, 126; Dem. u. Sp., wie Plut. Rom. 16; – übermäßig schwer, [[ἔργον]] Xen. Cyr. 1, 6, 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />d’une grandeur démesurée, énorme.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[μέγεθος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερμεγέθης''': Ἰων. -άθης, ες, γεν. εος, = [[ὑπέρμεγας]], λίθοι, ὄφιες, [[κέρεα]] Ἡρόδ. 2. 175., 4. 191, κ. ἀλλ.· ὑπερ. [[ἀδίκημα]] Αἰσχίν. 54. 31· [[εὐεργεσία]], [[ψεῦδος]] Δημ. 330. 12., 1059 2· ὑπ. τι βλάπτειν τινὰ ὁ αὐτ. 684. 4· ὑπερμέγεθες [[ἔργον]], [[ὑπερβαλλόντως]] δύσκολον, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 8. ― Ἐπίρρ. -θως, Φίλων 1. 103. | |lstext='''ὑπερμεγέθης''': Ἰων. -άθης, ες, γεν. εος, = [[ὑπέρμεγας]], λίθοι, ὄφιες, [[κέρεα]] Ἡρόδ. 2. 175., 4. 191, κ. ἀλλ.· ὑπερ. [[ἀδίκημα]] Αἰσχίν. 54. 31· [[εὐεργεσία]], [[ψεῦδος]] Δημ. 330. 12., 1059 2· ὑπ. τι βλάπτειν τινὰ ὁ αὐτ. 684. 4· ὑπερμέγεθες [[ἔργον]], [[ὑπερβαλλόντως]] δύσκολον, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 8. ― Ἐπίρρ. -θως, Φίλων 1. 103. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:15, 2 October 2022
English (LSJ)
Ion. ὑπερμεγάθης [ᾰ], ες, = ὑπέρμεγας, [λίθοι], ὄφιες, κέρεα, Hdt.2.175, 4.191, 7.126; κυούμενον Sor.2.55; ἀδίκημα Aeschin.3.7; παρασκευάς Isoc.9.61; εὐεργεσίαι, ψεῦδος, D.18.316, 43.29; μηδὲν ὑ. τὴν πόλιν βλάψειν Id.23.190; ὑπερμεγέθες ἔργον exceedingly difficult, X.Cyr.1.6.8. Adv. -θως Ph. 1.103; κολάζεσθαι Phld.Ir.p.57 W.
German (Pape)
[Seite 1198] ες, = ὑπέρμεγας, ion. ὑπερμεγάθης, Her. 2, 175. 4, 191. 7, 126; Dem. u. Sp., wie Plut. Rom. 16; – übermäßig schwer, ἔργον Xen. Cyr. 1, 6, 8.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
d’une grandeur démesurée, énorme.
Étymologie: ὑπέρ, μέγεθος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερμεγέθης: Ἰων. -άθης, ες, γεν. εος, = ὑπέρμεγας, λίθοι, ὄφιες, κέρεα Ἡρόδ. 2. 175., 4. 191, κ. ἀλλ.· ὑπερ. ἀδίκημα Αἰσχίν. 54. 31· εὐεργεσία, ψεῦδος Δημ. 330. 12., 1059 2· ὑπ. τι βλάπτειν τινὰ ὁ αὐτ. 684. 4· ὑπερμέγεθες ἔργον, ὑπερβαλλόντως δύσκολον, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 8. ― Ἐπίρρ. -θως, Φίλων 1. 103.
Greek Monolingual
υπερμέγεθες / ὑπερμεγέθης, ὑπερμέγεθες, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπερμεγάθης, ὑπερμέγαθες, Α
αυτός που έχει υπέρμετρο μέγεθος, πάρα πολύ μεγάλος, τεράστιος
αρχ.
(για έργο ή προσπάθεια) εξαιρετικά δύσκολος, δυσχερέστατος.
επίρρ...
ὑπερμεγέθως ΜΑ
με υπερμεγέθη τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -μεγέθης (< μέγεθος / μέγαθος), πρβλ. μικρο-μεγέθης].
Greek Monotonic
ὑπερμεγέθης: Ιων. -άθης, -ες, γεν. -εος, = ὑπέρμεγας, σε Ηρόδ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερμεγέθης: ион. ὑπερμεγάθης 2 непомерно большой, огромный, громадный (λίθοι Hom.; ἔργον Xen.; ψεῦδος Dem.; τὰ ὀστρακόδερμα Arst.).
Middle Liddell
ὑπερ-μεγέθης, Ionic -άθης, ες = ὑπέρμεγας, Hdt., Dem.]