ὑπεραής: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1190.png Seite 1190]] ές, gen. έος, von oben herab od. überaus stark wehend, [[ἄελλα]] Il. 11, 297.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1190.png Seite 1190]] ές, gen. έος, von oben herab od. überaus stark wehend, [[ἄελλα]] Il. 11, 297.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui souffle avec violence.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἄημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερᾱής''': -ές, γεν. έος, ([[ἄημι]]) ὁ πνέως ἰσχυρῶς, [[ἄελλα]] Ἰλ. Λ. 297. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπεραεῖ· ὑπεράγοντι κατὰ τὴν πνοήν».
|lstext='''ὑπερᾱής''': -ές, γεν. έος, ([[ἄημι]]) ὁ πνέως ἰσχυρῶς, [[ἄελλα]] Ἰλ. Λ. 297. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπεραεῖ· ὑπεράγοντι κατὰ τὴν πνοήν».
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui souffle avec violence.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἄημι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερᾱής Medium diacritics: ὑπεραής Low diacritics: υπεραής Capitals: ΥΠΕΡΑΗΣ
Transliteration A: hyperaḗs Transliteration B: hyperaēs Transliteration C: yperais Beta Code: u(perah/s

English (LSJ)

ές, gen. έος, (ἄημι) blowing hard, ἄελλα Il.11.297.

German (Pape)

[Seite 1190] ές, gen. έος, von oben herab od. überaus stark wehend, ἄελλα Il. 11, 297.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui souffle avec violence.
Étymologie: ὑπέρ, ἄημι.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερᾱής: -ές, γεν. έος, (ἄημι) ὁ πνέως ἰσχυρῶς, ἄελλα Ἰλ. Λ. 297. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπεραεῖ· ὑπεράγοντι κατὰ τὴν πνοήν».

Greek Monolingual

-ές, Α
(για θυελλώδη άνεμο) αυτός που πνέει με μεγάλη σφοδρότητα από πάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -αής (< ἄημι «φυσώ», πιθ. μέσω ενός σιγμόληκτου ουδ., πρβλ. τον τ. του Ησύχ. ἄος
πνεῦμα), πρβλ. δυσ-αής, εὐ-αής].

Greek Monotonic

ὑπερᾱής: -ές (ἄημι), γεν. -έος, αυτός που φυσά δυνατά, με σφοδρότητα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερᾱής: дующий с высоты или неистово (ἄελλα Hom.).

Middle Liddell

ὑπερ-ᾱής, ές ἄημι
blowing hard, Il.