ῥαντήριος: Difference between revisions

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0834.png Seite 834]] zum Benetzen, Vesprengen gehörig; [[πέδον]] ῥαντήριον, der blutbespritzte Boden, Aesch. Ag. 1063.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0834.png Seite 834]] zum Benetzen, Vesprengen gehörig; [[πέδον]] ῥαντήριον, der blutbespritzte Boden, Aesch. Ag. 1063.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />arrosé, mouillé.<br />'''Étymologie:''' [[ῥαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥαντήριος''': -α, -ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς ῥαντισμόν, [[πέδον]] ῥαντήριον, ἐρραντισμένον, κεκηλιδωμένον δι’ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1092· ὁ Πόρσων ἀνέγνω πέδου ῥαντήριον (ὡς οὐσιαστ.), [[μολυσμός]]· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ὁ Dobree προτείνει τὸ σύνθετον: [[πεδορραντήριον]].
|lstext='''ῥαντήριος''': -α, -ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς ῥαντισμόν, [[πέδον]] ῥαντήριον, ἐρραντισμένον, κεκηλιδωμένον δι’ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1092· ὁ Πόρσων ἀνέγνω πέδου ῥαντήριον (ὡς οὐσιαστ.), [[μολυσμός]]· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ὁ Dobree προτείνει τὸ σύνθετον: [[πεδορραντήριον]].
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />arrosé, mouillé.<br />'''Étymologie:''' [[ῥαίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαντήριος Medium diacritics: ῥαντήριος Low diacritics: ραντήριος Capitals: ΡΑΝΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: rhantḗrios Transliteration B: rhantērios Transliteration C: rantirios Beta Code: r(anth/rios

English (LSJ)

α, ον, A of or for sprinkling, πέδον ῥ. besprinkled, reeking, with blood, A.Ag.1092; Pors. read πέδου ῥαντήριον (as substantive) defilement; and, in the same sense, Dobree suggested the compd. πεδορραντήριον. II ῥαντήριον, τό,= περιρραντήριον, BCH 35.286 (Delos, ii B.C.), 54.98 (ibid., ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 834] zum Benetzen, Vesprengen gehörig; πέδον ῥαντήριον, der blutbespritzte Boden, Aesch. Ag. 1063.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
arrosé, mouillé.
Étymologie: ῥαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαντήριος: -α, -ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς ῥαντισμόν, πέδον ῥαντήριον, ἐρραντισμένον, κεκηλιδωμένον δι’ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1092· ὁ Πόρσων ἀνέγνω πέδου ῥαντήριον (ὡς οὐσιαστ.), μολυσμός· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ὁ Dobree προτείνει τὸ σύνθετον: πεδορραντήριον.

Greek Monolingual

-ον, Α ῥαντήρ·1. αυτός στον οποίο γίνεται ραντισμόςπέδον ῥαντήριον», Αισχύλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥαντήριον
το περιρραντήριο.

Greek Monotonic

ῥαντήριος: -α, -ον (ῥαίνω), κατάλληλος για ράντισμα, σε Αισχύλ.· αυτός που παρουσιάζεται, εμφανίζεται ως λεκιασμένος, πιτσιλισμένος, βρώμικος, κηλιδωμένος με αίμα, μολυσμένος.

Russian (Dvoretsky)

ῥαντήριος: обрызганный (кровью), обагренный (πέδον Aesch. - v.l. πεδορραντήριος).

Middle Liddell

ῥαντήριος, η, ον ῥαίνω
of or for sprinkling:—in Aesch., it seems to be bedabbled, reeking.