δαιτρός: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>litt.</i> celui qui découpe les aliments et distribue les portions.<br />'''Étymologie:''' [[δαίνυμι]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>litt.</i> celui qui découpe les aliments et distribue les portions.<br />'''Étymologie:''' [[δαίνυμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=δαιτρός -οῦ, ὁ [δαίομαι] [[voorsnijder]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δαιτρός:''' ὁ [[нарезающий порции]] (преимущ. мяса), [[распоряжающийся раздачей кушаний]] Hom., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 31: | Line 34: | ||
|lsmtext='''δαιτρός:''' ὁ ([[δαίω]] Β), αυτός που κόβει το [[κρέας]], τεμαχιστής, [[τραπεζοκόμος]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''δαιτρός:''' ὁ ([[δαίω]] Β), αυτός που κόβει το [[κρέας]], τεμαχιστής, [[τραπεζοκόμος]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''δαιτρός''': ὁ, ([[δαίω]]) ὁ κόπτων καὶ διαμοιράζων, ἰδίως [[κρέας]] κατὰ τὸ [[δεῖπνον]], Ὀδ. Α. 141., Ρ. 331, πρβλ. Ἀθήν. 12D. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[δαίω]]<br />one that [[carve]]s [[meat]], a [[carver]], Od. | |mdlsjtxt=[[δαίω]]<br />one that [[carve]]s [[meat]], a [[carver]], Od. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 2 October 2022
English (LSJ)
ὁ, (δαίω) A one that carves and portions out, esp. meat at table, Od.1.141, 17.331, Lyc.35, Nic.Al.258, Ath.1.12d. II hereditary priest who officiated at the Dipolia, Porph.Abst.2.30.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
trinchador, servidor de mesa δ. δὲ κρειῶν πίνακας παρέθηκεν Od.1.142, 4.57, 17.331, Philostr.Iun.Im.3.5, cf. Hsch.
•a veces tb. cocinero δ. ἡπάτων φλοιδούμενος τινθῷ λέβητος Lyc.35, cf. Nic.Al.258, ὁ τὰ κρέα ὀπτῶν δ. ἐπεὶ ἴσην ἑκάστῳ μοῖραν ἐδίδου Ath.12e
•esp. de unos sacerdotes de las Dipolias, Porph.Abst.2.30.
German (Pape)
[Seite 516] ὁ, der Zertheiler, bes. des Fleisches, Vorschneider u. Vorleger (E. G. ὁ μάγειρος); Od. 1, 141. 4, 57. 17, 331; vgl. Plut. Symp. 2, 10, 2 Ath. I, 12 e.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
litt. celui qui découpe les aliments et distribue les portions.
Étymologie: δαίνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαιτρός -οῦ, ὁ [δαίομαι] voorsnijder.
Russian (Dvoretsky)
δαιτρός: ὁ нарезающий порции (преимущ. мяса), распоряжающийся раздачей кушаний Hom., Plut.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
δαιτρός, ο (Α)
1. αυτός που κόβει και μοιράζει το κρέας στο τραπέζι
2. το κληρονομικό αξίωμα του ιερέα που εκτελούσε χρέη δαιτρού στα Διπόλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίομαι (βλ. δαίω II) + (επίθημα) -τρος (πρβλ. ιατρός)].
Greek Monotonic
δαιτρός: ὁ (δαίω Β), αυτός που κόβει το κρέας, τεμαχιστής, τραπεζοκόμος, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
δαιτρός: ὁ, (δαίω) ὁ κόπτων καὶ διαμοιράζων, ἰδίως κρέας κατὰ τὸ δεῖπνον, Ὀδ. Α. 141., Ρ. 331, πρβλ. Ἀθήν. 12D.