δαίτη: Difference between revisions
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />festin, banquet.<br />'''Étymologie:''' [[δαίς]]. | |btext=ης (ἡ) :<br />festin, banquet.<br />'''Étymologie:''' [[δαίς]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=δαίτη -ης, ἡ [1. δαίομαι] (gemeenschappelijke) maaltijd, banket. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δαίτη:''' ἡ Hom. = [[δαίς]] 1. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 31: | Line 34: | ||
|lsmtext='''δαίτη:''' ἡ, ποιητ. αντί [[δαίς]], [[γλέντι]], [[συμπόσιο]], [[συνεστίαση]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''δαίτη:''' ἡ, ποιητ. αντί [[δαίς]], [[γλέντι]], [[συμπόσιο]], [[συνεστίαση]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''δαίτη''': ἡ, ποιητ. ἀντὶ δαίς, [[συμπόσιον]], «τραπέζι», Ἰλ. Υ. 217· ἐπὶ θηρίων, Ὀππ. Ἁλ. 2. 251, Νίκ. Ἀλ. 380. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />poet. for [[δαίς]], a [[feast]], [[banquet]], Il. | |mdlsjtxt=<br />poet. for [[δαίς]], a [[feast]], [[banquet]], Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, poet. for δαίς, feast, banquet, Il.10.217 (pl.), Od.3.44, A.R.2.761, Call.Aet.1.1.5; of beasts, Opp.H.2.251, Nic.Al.380.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
1 banquete ἐν δαίτῃσι καὶ εἰλαπίνῃσι παρέσται Il.10.217, δήεις ... βασιλῆας δαίτην δαινυμένους Od.7.50, τάς (cód.) τ' ὠμοφάγους δαίτας τελέσας E.Fr.472.12, ἐς δαίτην ἐκάλεσσεν ὁμηθέας Call.Fr.178.5, cf. 102, δαίτην ἀμφίεπον A.R.2.761, cf. Hsch.
•banquete de celebración religiosa εὔχεω ... Ποσειδάωνι ἄνακτι· τοῦ γὰρ καὶ δαίτης ἠντήσατε δεῦρο μολόντες Od.3.44, γάμου δ. banquete de bodas Babr.32.9.
2 alimento, comida δαίτην ἀπερεύγεται αἱματόεσσαν Nic.Al.380, de anim. (ἄρκτοι) μαιόμεναι δαίτην ἀνεμώλιον Opp.H.2.251.
• Etimología: Doblete en -τη de δαίς q.u.
German (Pape)
[Seite 516] ἡ, = δαίς, Il. 10, 217 Od. 3, 44. 7, 50; – auch Sp. D., Opp. H. 2, 251, von Thieren, wie Nic. Al. 379.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
festin, banquet.
Étymologie: δαίς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαίτη -ης, ἡ [1. δαίομαι] (gemeenschappelijke) maaltijd, banket.
Russian (Dvoretsky)
δαίτη: ἡ Hom. = δαίς 1.
English (Autenrieth)
= δαίς: δαίτηθεν, from the feast, Od. 10.216.
Greek Monolingual
δαίτη, η (Α)
Ι. 1. η δαις
2. (για θεωρία) η βορά
II. επίρρ. δαίτηθεν
από τραπέζι, γυρίζοντας από φαγοπότι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του δαις που προήλθε από το ρ. δαίομαι (βλ. δαίω ΙΙ) + (επίθημα) -tā].
Greek Monotonic
δαίτη: ἡ, ποιητ. αντί δαίς, γλέντι, συμπόσιο, συνεστίαση, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
δαίτη: ἡ, ποιητ. ἀντὶ δαίς, συμπόσιον, «τραπέζι», Ἰλ. Υ. 217· ἐπὶ θηρίων, Ὀππ. Ἁλ. 2. 251, Νίκ. Ἀλ. 380.