κίκι: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=κίκεως (τό) :<br />ricin, <i>arbrisseau</i>.<br />'''Étymologie:''' mot égyptien selon HDT.
|btext=κίκεως (τό) :<br />ricin, <i>arbrisseau</i>.<br />'''Étymologie:''' mot égyptien selon HDT.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κίκι''': τό, = κρότων ἢ σίλλι, Ἡρόδ. 2. 94· [[ὡσαύτως]] ὁ [[καρπὸς]] τοῦ κίκεως (ἐξ οὗ τὸ γνωστὸν καθαρτικὸν [[ἔλαιον]]), Πλάτ. Τίμ. 60Α, Στράβ. 824· ― [[ὡσαύτως]] ὡς θηλ., γεν. τῆς κίκεως Παῦλ. Αἰγ. 7. σ. 297· τῆς [[κίκι]] Γαλ. Γλωσσ.
|elnltext=κίκι -εως en -ιος, τό, ook κῖκι, wonderboom ( Ricinus communis); wonderolie (olie van de wonderboom).
}}
{{elru
|elrutext='''κίκι:''' κίκεως τό бот. клещевина, тж. клещевинное или касторовое масло Her., Plat.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''κίκι:''' τό, [[σπέρμα]] ελαιώδους θάμνου, από το οποίο εξάγεται το [[καστορέλαιο]] που χρησιμοποιείται ως καθαρτικό ή λιπαντικό.
|lsmtext='''κίκι:''' τό, [[σπέρμα]] ελαιώδους θάμνου, από το οποίο εξάγεται το [[καστορέλαιο]] που χρησιμοποιείται ως καθαρτικό ή λιπαντικό.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κίκι:''' κίκεως τό бот. клещевина, тж. клещевинное или касторовое масло Her., Plat.
|lstext='''κίκι''': τό, = κρότων ἢ σίλλι, Ἡρόδ. 2. 94· [[ὡσαύτως]] ὁ [[καρπὸς]] τοῦ κίκεως (ἐξ οὗ τὸ γνωστὸν καθαρτικὸν [[ἔλαιον]]), Πλάτ. Τίμ. 60Α, Στράβ. 824· ― [[ὡσαύτως]] ὡς θηλ., γεν. τῆς κίκεως Παῦλ. Αἰγ. 7. σ. 297· τῆς [[κίκι]] Γαλ. Γλωσσ.
}}
{{elnl
|elnltext=κίκι -εως en -ιος, τό, ook κῖκι, wonderboom ( Ricinus communis); wonderolie (olie van de wonderboom).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=the [[castor]] [[berry]], Hdt.
|mdlsjtxt=the [[castor]] [[berry]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 20:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίκι Medium diacritics: κίκι Low diacritics: κίκι Capitals: ΚΙΚΙ
Transliteration A: kíki Transliteration B: kiki Transliteration C: kiki Beta Code: ki/ki

English (LSJ)

τό (on the accent v. Hdn.Gr.1.354, 2.766; κῖκι codd. Str. et Orib.), castor oil, Hdt.2.94, Pl.Ti.60a, PHib.1.121.17, al. (iii B.C.), Ruf. ap. Orib.7.26.39, etc.; also, the castor oil tree, Ricinus communis, Str.17.2.5, Dsc.4.161; gen. τοῦ κίκεως Gal.11.649, 12.26; κίκιος Hdn. Gr.2.767; also τῆς κικέας Aët.8.30, Paul.Aeg.7.20.

French (Bailly abrégé)

κίκεως (τό) :
ricin, arbrisseau.
Étymologie: mot égyptien selon HDT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κίκι -εως en -ιος, τό, ook κῖκι, wonderboom ( Ricinus communis); wonderolie (olie van de wonderboom).

Russian (Dvoretsky)

κίκι: κίκεως τό бот. клещевина, тж. клещевинное или касторовое масло Her., Plat.

Greek Monolingual

το (Α κίκι και κῑκι, -εως και -ιος)
το φυτό ρίκινος
αρχ.
το καθαρτικό λάδι που εκθλίβεται από τον καρπό του φυτού αυτού, το κικινέλαιο, το ρετσινόλαδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως.
ΠΑΡ. αρχ. κικέα, κίκινος, κ'ικιον.
ΣΥΝΘ. αρχ. κικιουργός, κικιοφόρος).

Greek Monotonic

κίκι: τό, σπέρμα ελαιώδους θάμνου, από το οποίο εξάγεται το καστορέλαιο που χρησιμοποιείται ως καθαρτικό ή λιπαντικό.

Greek (Liddell-Scott)

κίκι: τό, = κρότων ἢ σίλλι, Ἡρόδ. 2. 94· ὡσαύτωςκαρπὸς τοῦ κίκεως (ἐξ οὗ τὸ γνωστὸν καθαρτικὸν ἔλαιον), Πλάτ. Τίμ. 60Α, Στράβ. 824· ― ὡσαύτως ὡς θηλ., γεν. τῆς κίκεως Παῦλ. Αἰγ. 7. σ. 297· τῆς κίκι Γαλ. Γλωσσ.

Middle Liddell

the castor berry, Hdt.