δυσφροσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ης (ἡ) :<br />chagrin, inquiétude.<br />'''Étymologie:''' [[δύσφρων]].
|btext=ης (ἡ) :<br />chagrin, inquiétude.<br />'''Étymologie:''' [[δύσφρων]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δυσφροσύνη''': , [[στενοχωρία]], [[μέριμνα]], [[φροντίς]], Ἡσ. Θ. 528, Σιμων. παρ’ Ἀθην. 447Α, - ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις κατὰ Ἐπ. γεν. πληθ. δυσφροσυνάων.
|elnltext=δυσφροσύνη -ης, ἡ [δύσφρων] plur. zorgen.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσφροσύνη:''' ἡ [[огорчение]], [[печаль]] Hes.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''δυσφροσύνη:''' ἡ, στενοχώρια, [[μέριμνα]], [[φροντίδα]], σε Ησίοδ.· Επικ. γεν. πληθ. <i>δυσφροσυνάων</i>.
|lsmtext='''δυσφροσύνη:''' ἡ, στενοχώρια, [[μέριμνα]], [[φροντίδα]], σε Ησίοδ.· Επικ. γεν. πληθ. <i>δυσφροσυνάων</i>.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δυσφροσύνη:''' ἡ [[огорчение]], [[печаль]] Hes.
|lstext='''δυσφροσύνη''': , [[στενοχωρία]], [[μέριμνα]], [[φροντίς]], Ἡσ. Θ. 528, Σιμων. παρ’ Ἀθην. 447Α, - ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις κατὰ Ἐπ. γεν. πληθ. δυσφροσυνάων.
}}
{{elnl
|elnltext=δυσφροσύνη -ης, [δύσφρων] plur. zorgen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσφροσύνη]], ἡ,<br />[[anxiety]], [[care]], Hes., in epic gen. pl. δυσφροσυνάων. [from [[δύσφρων]]
|mdlsjtxt=[[δυσφροσύνη]], ἡ,<br />[[anxiety]], [[care]], Hes., in epic gen. pl. δυσφροσυνάων. [from [[δύσφρων]]
}}
}}

Revision as of 20:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσφροσύνη Medium diacritics: δυσφροσύνη Low diacritics: δυσφροσύνη Capitals: ΔΥΣΦΡΟΣΥΝΗ
Transliteration A: dysphrosýnē Transliteration B: dysphrosynē Transliteration C: dysfrosyni Beta Code: dusfrosu/nh

English (LSJ)

ἡ, anxiety, care, Hes. Th.528, Simon.86 (both times in Ep. gen. pl. δυσφροσυνάων): pl., E.Tr.597 (lyr.), Ph.2.75.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
• Morfología: [plu. gen. -έων Hes.Th.102, -άων Hes.Th.528, Simon.73D.; dat. -αισι E.Tr.597]
1 pena, aflicción εἰ γάρ τις καὶ πένθος ἔχων ... δυσφροσυνέων ἐπιλήθεται Hes.Th.102, Ἡρακλέης ... ἐλύσατο δυσφροσυνάων Héracles lo liberó de sus penas a Prometeo, Hes.Th.528, οὐδ' ἂν δυσφροσύνας ... θνητὸς ἀνὴρ ... προφύγοι Thgn.1189, οἶνον ἀμύντορα δυσφροσυνά<ω>ν vino que ahuyenta las penas Simon.l.c., op. εὐφροσύνη Hp.Morb.Sacr.14, Chrysipp.Stoic.3.19, τὰς δυσφροσύνας ἐκποδὼν ποιησάμενοι Ph.2.75.
2 irritación, indignación c. gen. subjet. οἰχομένας πόλεως ... δυσφροσύναισι θεῶν E.l.c.

German (Pape)

[Seite 690] ἡ, Mißmuth, Kummer; Hes. Th. 528, im plur.; vgl. Simonid. Ath. X, 447 a.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
chagrin, inquiétude.
Étymologie: δύσφρων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δυσφροσύνη -ης, ἡ [δύσφρων] plur. zorgen.

Russian (Dvoretsky)

δυσφροσύνη:огорчение, печаль Hes.

Greek Monolingual

δυσφροσύνη, η (Α)
η δυσφρόνη.

Greek Monotonic

δυσφροσύνη: ἡ, στενοχώρια, μέριμνα, φροντίδα, σε Ησίοδ.· Επικ. γεν. πληθ. δυσφροσυνάων.

Greek (Liddell-Scott)

δυσφροσύνη: ἡ, στενοχωρία, μέριμνα, φροντίς, Ἡσ. Θ. 528, Σιμων. παρ’ Ἀθην. 447Α, - ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις κατὰ Ἐπ. γεν. πληθ. δυσφροσυνάων.

Middle Liddell

δυσφροσύνη, ἡ,
anxiety, care, Hes., in epic gen. pl. δυσφροσυνάων. [from δύσφρων