κατάσκιος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> ombragé, couvert de, τινι;<br /><b>2</b> qui donne de l'ombrage, qui couvre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σκιά]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> ombragé, couvert de, τινι;<br /><b>2</b> qui donne de l'ombrage, qui couvre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σκιά]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατάσκιος''': -ον, ([[σκιά]]), κατεσκιασμένος, [[πάντοθεν]] σκιὰν ἔχων, ἢ κατακεκαλυμμένος ὑπό τινος, τινί, ὑπό τινος, δέρμα λάχνῃ κ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 511, Ἡρόδ. 2. 158· κήρυκα κ. κλάδοις ἐλαίας Αἰσχύλ. Ἀγ. 493· θαλλὸν ᾧ κατάσκιον γενέσθαι τὴν χθόνα = κατασκιασθῆναι Σοφ. Ἠλ. 423· [[χωρίον]] κ. ἄλσεσιν Ἡρῳδιαν. 1. 12, 3· καὶ μεταφορ., πενθήμονι κόσμῳ κ. Χριστοδώρ. Ἔκφρ. 149· παρὰ μεταγεν., μετὰ γεν., αἰγείροιο κατάσκιον Ἀνθ. ΙΙ. 9. 333· πρβλ. Schäf. Mel. σ. 138. ΙΙ. μεταβ., ἐπισκιάζων, πολλὴν σκιὰν παρέχων, λόφοι Αἰσχύλ. Θήβ. 384, πρβλ. ἔρνεσι κατασκίοις Εὐρ. Φοίν. 654, Ἀριστοφ. Ἀχ. 965.
|elnltext=κατάσκιος -ον [κατά, σκιά] overschaduwd, bedekt: met dat. instr..; λάχνῃ met bont Hes. Op. 513; δένδρεσι door bomen Hdt. 2.138.1; κατάσκιον γενέσθαι overschaduwd worden Soph. El. 422; later ook met gen. in de schaduw van. schaduw werpend:. κ. λόφοι helmbossen die schaduw werpen Aeschl. Sept. 384.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάσκιος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[осененный]] (κλάδοις ἐλάας Aesch.): κατάσκιον [[γενέσθαι]] τινί Soph. покрыться тенью чего-л.; [[κράνα]] αἰγείροιο κ. Anth. источник, осененный тополем;<br /><b class="num">2)</b> [[покрытый]]: λάχνῃ [[δέρμα]] κατάσκιον Hes. кожа, защищенная шерстью;<br /><b class="num">3)</b> [[осеняющий]], [[раскидистый]], [[пышный]] (λόφοι Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> [[тенистый]] (ἔρνεα κισσοῦ Eur.).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κατάσκιος:''' -ον ([[σκιά]]),<br /><b class="num">I.</b> σκιασμένος ή καλυμμένος με [[κάτι]], σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., αυτός που επισκιάζει, σε Αισχύλ., Ευρ., Αριστοφ.
|lsmtext='''κατάσκιος:''' -ον ([[σκιά]]),<br /><b class="num">I.</b> σκιασμένος ή καλυμμένος με [[κάτι]], σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., αυτός που επισκιάζει, σε Αισχύλ., Ευρ., Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατάσκιος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[осененный]] (κλάδοις ἐλάας Aesch.): κατάσκιον [[γενέσθαι]] τινί Soph. покрыться тенью чего-л.; [[κράνα]] αἰγείροιο κ. Anth. источник, осененный тополем;<br /><b class="num">2)</b> [[покрытый]]: λάχνῃ [[δέρμα]] κατάσκιον Hes. кожа, защищенная шерстью;<br /><b class="num">3)</b> [[осеняющий]], [[раскидистый]], [[пышный]] (λόφοι Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> [[тенистый]] (ἔρνεα κισσοῦ Eur.).
|lstext='''κατάσκιος''': -ον, ([[σκιά]]), κατεσκιασμένος, [[πάντοθεν]] σκιὰν ἔχων, ἢ κατακεκαλυμμένος ὑπό τινος, τινί, ὑπό τινος, δέρμα λάχνῃ κ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 511, Ἡρόδ. 2. 158· κήρυκα κ. κλάδοις ἐλαίας Αἰσχύλ. Ἀγ. 493· θαλλὸν ᾧ κατάσκιον γενέσθαι τὴν χθόνα = κατασκιασθῆναι Σοφ. Ἠλ. 423· [[χωρίον]] κ. ἄλσεσιν Ἡρῳδιαν. 1. 12, 3· καὶ μεταφορ., πενθήμονι κόσμῳ κ. Χριστοδώρ. Ἔκφρ. 149· παρὰ μεταγεν., μετὰ γεν., αἰγείροιο κατάσκιον Ἀνθ. ΙΙ. 9. 333· πρβλ. Schäf. Mel. σ. 138. ΙΙ. μεταβ., ἐπισκιάζων, πολλὴν σκιὰν παρέχων, λόφοι Αἰσχύλ. Θήβ. 384, πρβλ. ἔρνεσι κατασκίοις Εὐρ. Φοίν. 654, Ἀριστοφ. Ἀχ. 965.
}}
{{elnl
|elnltext=κατάσκιος -ον [κατά, σκιά] overschaduwd, bedekt: met dat. instr..; λάχνῃ met bont Hes. Op. 513; δένδρεσι door bomen Hdt. 2.138.1; κατάσκιον γενέσθαι overschaduwd worden Soph. El. 422; later ook met gen. in de schaduw van. schaduw werpend:. κ. λόφοι helmbossen die schaduw werpen Aeschl. Sept. 384.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάσκῐος Medium diacritics: κατάσκιος Low diacritics: κατάσκιος Capitals: ΚΑΤΑΣΚΙΟΣ
Transliteration A: katáskios Transliteration B: kataskios Transliteration C: kataskios Beta Code: kata/skios

English (LSJ)

ον, A shaded or covered with, λάχνῃ δέρμα κ. Hes.Op.513, cf. Hdt.2.138, A.Ag.493, S.El.422; shaded, νῶτον Pi.Pae.6.139: later c. gen., αἰγείροιο AP9.333 (Mnasalc., v.l. αἰγείροισι): metaph. in Astrol., ἀργὸς καὶ κ. τόπος, of a region, Vett. Val.77.25; name of second τόπος, Id.179.13; of third, Cat.Cod.Astr.8(4).144. II trans., overshadowing, λόφοι A.Th.384, Ar.Ach.965 codd., cf. E.Ph. 654 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1379] beschattet, schattig; κήρυκα κατάσκιον κλάδοις ἐλαίας Aesch. Ag. 479, vgl. Suppl. 349; θαλλόν, ᾡ κατάσκιον πᾶσαν γενέσθαι χθόνα Soph. El. 414; Sp., χωρίον μεγίστοις κατάσκιον ἄλσεσι Hdn. 1, 12, 3; κράναν τ' αἰγείροισι κατάσκιον Mnasalc. 8 (IX, 333); übh. bedeckt, λάχνῃ δέρμα κατάσκιον Hes. O. 515. – Auch akt., τρεῖς κατασκίους λόφους σείει, vom Helmbusch, Aesch. Spt. 366, schattig, Schatten werfend, wie Ar. Ach. 929; ἔρνεσι κατασκίοις Eur. Phoen. 657.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 ombragé, couvert de, τινι;
2 qui donne de l'ombrage, qui couvre.
Étymologie: κατά, σκιά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάσκιος -ον [κατά, σκιά] overschaduwd, bedekt: met dat. instr..; λάχνῃ met bont Hes. Op. 513; δένδρεσι door bomen Hdt. 2.138.1; κατάσκιον γενέσθαι overschaduwd worden Soph. El. 422; later ook met gen. in de schaduw van. schaduw werpend:. κ. λόφοι helmbossen die schaduw werpen Aeschl. Sept. 384.

Russian (Dvoretsky)

κατάσκιος:
1) осененный (κλάδοις ἐλάας Aesch.): κατάσκιον γενέσθαι τινί Soph. покрыться тенью чего-л.; κράνα αἰγείροιο κ. Anth. источник, осененный тополем;
2) покрытый: λάχνῃ δέρμα κατάσκιον Hes. кожа, защищенная шерстью;
3) осеняющий, раскидистый, пышный (λόφοι Aesch.);
4) тенистый (ἔρνεα κισσοῦ Eur.).

English (Slater)

κατάσκιος in shadow τότε χρύσεαι ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι ἐπιχώριον κατάσκιον νῶτον ὑμέτερον pr. covered your (Aigina's) ridge of land in shadow (Pae. 6.139)

Greek Monolingual

-α -ο (AM κατάσκιος, -ον)
αυτός που καλύπτεται από σκιά, βαθύσκιος
αρχ.
1. αυτός που έχει παντού σκιά
2. αστρολ. (για περιοχή) σκιερός
3. αυτός που ρίχνει πολλή σκιά, που επισκιάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -σκιος (< σκιά), πρβλ. ενσκιος, υπόσκιος].

Greek Monotonic

κατάσκιος: -ον (σκιά),
I. σκιασμένος ή καλυμμένος με κάτι, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αισχύλ.
II. μτβ., αυτός που επισκιάζει, σε Αισχύλ., Ευρ., Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κατάσκιος: -ον, (σκιά), κατεσκιασμένος, πάντοθεν σκιὰν ἔχων, ἢ κατακεκαλυμμένος ὑπό τινος, τινί, ὑπό τινος, δέρμα λάχνῃ κ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 511, Ἡρόδ. 2. 158· κήρυκα κ. κλάδοις ἐλαίας Αἰσχύλ. Ἀγ. 493· θαλλὸν ᾧ κατάσκιον γενέσθαι τὴν χθόνα = κατασκιασθῆναι Σοφ. Ἠλ. 423· χωρίον κ. ἄλσεσιν Ἡρῳδιαν. 1. 12, 3· καὶ μεταφορ., πενθήμονι κόσμῳ κ. Χριστοδώρ. Ἔκφρ. 149· παρὰ μεταγεν., μετὰ γεν., αἰγείροιο κατάσκιον Ἀνθ. ΙΙ. 9. 333· πρβλ. Schäf. Mel. σ. 138. ΙΙ. μεταβ., ἐπισκιάζων, πολλὴν σκιὰν παρέχων, λόφοι Αἰσχύλ. Θήβ. 384, πρβλ. ἔρνεσι κατασκίοις Εὐρ. Φοίν. 654, Ἀριστοφ. Ἀχ. 965.

Middle Liddell

κατά-σκιος, ον σκιά
I. shaded or covered with something, Hes., Hdt., Aesch.
II. trans. overshadowing, Aesch., Eur., Ar.

English (Woodhouse)

overshadowing, shady, in the shade

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)