κακόδοξος: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />de mauvais renom, peu estimé;<br /><i>Cp.</i> κακοδοξότερος.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[δόξα]].
|btext=ος, ον :<br />de mauvais renom, peu estimé;<br /><i>Cp.</i> κακοδοξότερος.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[δόξα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κᾰκόδοξος''': -ον, ἔχων κακὴν δόξαν: δηλ., 1) [[ἄνευ]] φήμης, [[ἄγνωστος]], Θέογν. 195. 2) ἔχων κακὴν φήμην, Εὐρ. Ἀνδρ. 778, Ξεν. Ἀγησ. 4, 1. - Συγκρ. -ότερος Πλάτ. Μίν. 321Α. ΙΙ. ἐκκλησ., ὁ μὴ δοξάζων ὀρθῶς, μὴ ἔχων ὀρθὴν [[δοξασία]], ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ὀρθόδοξος, Ἀθαν. Ι. 213C.
|elnltext=κακόδοξος -ον [κακός, δόξα] met een slechte reputatie:. νίκαν μὴ κακόδοξον een overwinning zonder schande Eur. Andr. 778.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκόδοξος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[имеющий дурную славу]], [[опозоренный]] (sc. [[ἀνήρ]] Xen., Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[бесславный]], [[позорный]] ([[νίκη]] Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κᾰκόδοξος:''' -ον ([[δόξα]]), αυτός που έχει κακή [[φήμη]], δηλ.:<br /><b class="num">1.</b> ο [[χωρίς]] [[φήμη]], [[άσημος]], [[άγνωστος]], σε Θέογν.<br /><b class="num">2.</b> [[κακόφημος]], [[δυσώνυμος]], σε Ευρ., Ξεν.
|lsmtext='''κᾰκόδοξος:''' -ον ([[δόξα]]), αυτός που έχει κακή [[φήμη]], δηλ.:<br /><b class="num">1.</b> ο [[χωρίς]] [[φήμη]], [[άσημος]], [[άγνωστος]], σε Θέογν.<br /><b class="num">2.</b> [[κακόφημος]], [[δυσώνυμος]], σε Ευρ., Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰκόδοξος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[имеющий дурную славу]], [[опозоренный]] (sc. [[ἀνήρ]] Xen., Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[бесславный]], [[позорный]] ([[νίκη]] Eur.).
|lstext='''κᾰκόδοξος''': -ον, ἔχων κακὴν δόξαν: δηλ., 1) [[ἄνευ]] φήμης, [[ἄγνωστος]], Θέογν. 195. 2) ἔχων κακὴν φήμην, Εὐρ. Ἀνδρ. 778, Ξεν. Ἀγησ. 4, 1. - Συγκρ. -ότερος Πλάτ. Μίν. 321Α. ΙΙ. ἐκκλησ., ὁ μὴ δοξάζων ὀρθῶς, μὴ ἔχων ὀρθὴν [[δοξασία]], ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ὀρθόδοξος, Ἀθαν. Ι. 213C.
}}
{{elnl
|elnltext=κακόδοξος -ον [κακός, δόξα] met een slechte reputatie:. νίκαν μὴ κακόδοξον een overwinning zonder schande Eur. Andr. 778.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰκό-δοξος, ον [[δόξα]]<br />in ill [[repute]]: i. e.,<br /><b class="num">1.</b> without [[fame]], [[unknown]], Theogn.<br /><b class="num">2.</b> [[infamous]], [[discreditable]], Eur., Xen.
|mdlsjtxt=κᾰκό-δοξος, ον [[δόξα]]<br />in ill [[repute]]: i. e.,<br /><b class="num">1.</b> without [[fame]], [[unknown]], Theogn.<br /><b class="num">2.</b> [[infamous]], [[discreditable]], Eur., Xen.
}}
}}

Revision as of 20:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόδοξος Medium diacritics: κακόδοξος Low diacritics: κακόδοξος Capitals: ΚΑΚΟΔΟΞΟΣ
Transliteration A: kakódoxos Transliteration B: kakodoxos Transliteration C: kakodoksos Beta Code: kako/docos

English (LSJ)

ον, in ill repute, oflow reputation, Thgn.195, X.Ages.4.1: Comp. -ότερος Pl.Min.321a; of things, inglorious, νίκα E.Andr.778(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1299] von schlechtem Rufe, übel berüchtigt; νίκη Eur. Andr. 778; Plat. Min. 321 a; Xen. Ages. 4, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de mauvais renom, peu estimé;
Cp. κακοδοξότερος.
Étymologie: κακός, δόξα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόδοξος -ον [κακός, δόξα] met een slechte reputatie:. νίκαν μὴ κακόδοξον een overwinning zonder schande Eur. Andr. 778.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόδοξος:
1) имеющий дурную славу, опозоренный (sc. ἀνήρ Xen., Plat.);
2) бесславный, позорный (νίκη Eur.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κακόδοξος, -ον)
αυτός που έχει εσφαλμένες θρησκευτικές δοξασίες, ανορθόδοξος
αρχ.
αυτός που έχει κακή φήμη, κακό όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθό-δοξος, ψευδό-δοξος].

Greek Monotonic

κᾰκόδοξος: -ον (δόξα), αυτός που έχει κακή φήμη, δηλ.:
1. ο χωρίς φήμη, άσημος, άγνωστος, σε Θέογν.
2. κακόφημος, δυσώνυμος, σε Ευρ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκόδοξος: -ον, ἔχων κακὴν δόξαν: δηλ., 1) ἄνευ φήμης, ἄγνωστος, Θέογν. 195. 2) ἔχων κακὴν φήμην, Εὐρ. Ἀνδρ. 778, Ξεν. Ἀγησ. 4, 1. - Συγκρ. -ότερος Πλάτ. Μίν. 321Α. ΙΙ. ἐκκλησ., ὁ μὴ δοξάζων ὀρθῶς, μὴ ἔχων ὀρθὴν δοξασία, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ὀρθόδοξος, Ἀθαν. Ι. 213C.

Middle Liddell

κᾰκό-δοξος, ον δόξα
in ill repute: i. e.,
1. without fame, unknown, Theogn.
2. infamous, discreditable, Eur., Xen.