καταπρίω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=scier, couper.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πρίω]].
|btext=scier, couper.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πρίω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταπρίω''': , καταπριονίζω, [[σχίζω]] διὰ πρίονος, καταπρίσαντες κορμοὺς ξύλων Ἡρόδ. 7. 36. 2) [[κατακόπτω]] ἢ κατασπαράττω διὰ τῶν ὀδόντων εἰς τεμάχια, κ. τὸ [[κύμινον]] Θεόκρ. 10. 55, πρβλ., κ. γλῶσσαν κυνόδοντι Νικ. Ἀλεξιφ. 283∙- [[ὡσαύτως]] -[[πρίζω]], διὰ τῆς θλίψεως ἁλίσκεσθαι καὶ καταπρίζεσθαι Ἀμφίλοχ.
|elnltext=κατα-πρίω zagen, doorsnijden:. καταπρίων τὸ κύμινον de komijn doorsnijdend Theocr. 10.55.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπρίω:''' ()<br /><b class="num">1)</b> [[распиливать]] (κορμοὺς ξόλων Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[разрезать]] или [[раскусывать]] (τὸ [[κύμινον]] Theocr.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καταπρίω:''' [ῑ], μέλ. <i>-πριοῦμαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[πριονίζω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κόβω]] ή [[κατασπαράττω]], [[ξεσχίζω]] σε κομμάτια, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''καταπρίω:''' [ῑ], μέλ. <i>-πριοῦμαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[πριονίζω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κόβω]] ή [[κατασπαράττω]], [[ξεσχίζω]] σε κομμάτια, σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταπρίω:''' ()<br /><b class="num">1)</b> [[распиливать]] (κορμοὺς ξόλων Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[разрезать]] или [[раскусывать]] (τὸ [[κύμινον]] Theocr.).
|lstext='''καταπρίω''': , καταπριονίζω, [[σχίζω]] διὰ πρίονος, καταπρίσαντες κορμοὺς ξύλων Ἡρόδ. 7. 36. 2) [[κατακόπτω]] ἢ κατασπαράττω διὰ τῶν ὀδόντων εἰς τεμάχια, κ. τὸ [[κύμινον]] Θεόκρ. 10. 55, πρβλ., κ. γλῶσσαν κυνόδοντι Νικ. Ἀλεξιφ. 283∙- [[ὡσαύτως]] -[[πρίζω]], διὰ τῆς θλίψεως ἁλίσκεσθαι καὶ καταπρίζεσθαι Ἀμφίλοχ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-πρίω zagen, doorsnijden:. καταπρίων τὸ κύμινον de komijn doorsnijdend Theocr. 10.55.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -πριοῦμαι<br /><b class="num">1.</b> to saw up, Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to cut or [[bite]] [[into]] pieces, Theocr.
|mdlsjtxt=fut. -πριοῦμαι<br /><b class="num">1.</b> to saw up, Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to cut or [[bite]] [[into]] pieces, Theocr.
}}
}}