κατατιτρώσκω: Difference between revisions

From LSJ

ὑμέναιον ἄνορμον εἰσπλεῖν → sail into a marriage that is no haven

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=<i>ao.</i> κατέτρωσα;<br />couvrir de blessures.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τιτρώσκω]].
|btext=<i>ao.</i> κατέτρωσα;<br />couvrir de blessures.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τιτρώσκω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατατιτρώσκω''': μέλλ. -τρώσω, [[κατατραυματίζω]], [[κατακαλύπτω]] τινὰ διὰ τραυμάτων, πληγώνω καιρίως, θανασίμως, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 26· λίθοις καὶ τοξεύμασι [[αὐτόθι]] 4. 1, 10· ἑαυτὸν Διογ. Λ. 1. 60· δεινῶς κ. Διόδ. 17. 45· μεταφορ., κατατετρωμένοι τὰς ψυχὰς Φίλων (;)
|elnltext=κατα-τιτρώσκω verwonden.
}}
{{elru
|elrutext='''κατατιτρώσκω:''' (aor. κατέτρωσα) покрывать ранами, ранить (τινὰ λίθοις καὶ τοξεύμασι Xen.; ἑαυτόν Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''κατατιτρώσκω:''' μέλ. -[[τρώσω]], [[πληγώνω]] καίρια, σε Ξεν.
|lsmtext='''κατατιτρώσκω:''' μέλ. -[[τρώσω]], [[πληγώνω]] καίρια, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατατιτρώσκω:''' (aor. κατέτρωσα) покрывать ранами, ранить (τινὰ λίθοις καὶ τοξεύμασι Xen.; ἑαυτόν Plut.).
|lstext='''κατατιτρώσκω''': μέλλ. -τρώσω, [[κατατραυματίζω]], [[κατακαλύπτω]] τινὰ διὰ τραυμάτων, πληγώνω καιρίως, θανασίμως, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 26· λίθοις καὶ τοξεύμασι [[αὐτόθι]] 4. 1, 10· ἑαυτὸν Διογ. Λ. 1. 60· δεινῶς κ. Διόδ. 17. 45· μεταφορ., κατατετρωμένοι τὰς ψυχὰς Φίλων (;)
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-τιτρώσκω verwonden.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[τρώσω]]<br />to [[wound]] [[severely]], Xen.
|mdlsjtxt=fut. -[[τρώσω]]<br />to [[wound]] [[severely]], Xen.
}}
}}

Revision as of 20:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατιτρώσκω Medium diacritics: κατατιτρώσκω Low diacritics: κατατιτρώσκω Capitals: ΚΑΤΑΤΙΤΡΩΣΚΩ
Transliteration A: katatitrṓskō Transliteration B: katatitrōskō Transliteration C: katatitrosko Beta Code: katatitrw/skw

English (LSJ)

A wound, X.An.3.4.26; λίθοις καὶ τοξεύμασι ib.4.1.10; ἑαυτόν D.L.1.60, cf. Plb.33.9.6, Plu.Sol.30, etc.:—Pass., Id.Caes.66: metaph., πάθη κ. τινάς Ph.1.299; κατατετρωμένοι τὰς ψυχὰς ἐκ νοσημάτων Id.1.156. 2 open an abscess, ἔμπλαστρος -σκουσα Aët.15.17.

French (Bailly abrégé)

ao. κατέτρωσα;
couvrir de blessures.
Étymologie: κατά, τιτρώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-τιτρώσκω verwonden.

Russian (Dvoretsky)

κατατιτρώσκω: (aor. κατέτρωσα) покрывать ранами, ранить (τινὰ λίθοις καὶ τοξεύμασι Xen.; ἑαυτόν Plut.).

Greek Monolingual

κατατιτρώσκω (AM)
(επιτ. τ. του τιτρώσκω) κατατραυματίζω, πληγώνω θανάσιμα
μσν.
1. μτφ. προκαλώ έντονα συναισθήματα, έρωτα, λύπης κ.λπ., «πληγώνω»
2. τσιμπώ, αγκυλώνω με μυτερό αντικείμενο
αρχ.
προξενώ απόστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + τιτρώσκω «πληγώνω»].

Greek Monotonic

κατατιτρώσκω: μέλ. -τρώσω, πληγώνω καίρια, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κατατιτρώσκω: μέλλ. -τρώσω, κατατραυματίζω, κατακαλύπτω τινὰ διὰ τραυμάτων, πληγώνω καιρίως, θανασίμως, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 26· λίθοις καὶ τοξεύμασι αὐτόθι 4. 1, 10· ἑαυτὸν Διογ. Λ. 1. 60· δεινῶς κ. Διόδ. 17. 45· μεταφορ., κατατετρωμένοι τὰς ψυχὰς Φίλων (;)

Middle Liddell

fut. -τρώσω
to wound severely, Xen.