κατασκαφής: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 17: Line 17:
|btext=ής, ές :<br />creusé dans la terre.<br />'''Étymologie:''' [[κατασκάπτω]].
|btext=ής, ές :<br />creusé dans la terre.<br />'''Étymologie:''' [[κατασκάπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατασκαφής''': -ές, ὁ πολὺ σκαφείς, βαθέως ἐσκαμμένος, κ. [[οἴκησις]], τὸ βαθέως ἐσκαμμένον [[οἴκημα]], δηλ. [[τάφος]], Σοφ. Ἀντ. 891.
|elnltext=κατασκαφής -ές [κατασκάπτω] onderaards:. οἴκησις κ. onderaardse woning Soph. Ant. 891.
}}
{{elru
|elrutext='''κατασκᾰφής:''' [[вырытый]] (в земле), подземный: κ. [[οἴκησις]] Soph. подземная обитель, т. е. могила.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 26: Line 29:
|lsmtext='''κατασκᾰφής:''' -ές, [[κατεσκαμμένος]], [[βαθιά]] σκαμμένος, κ. [[οἴκησις]], [[πολύ]] [[βαθιά]] σκαμμένο [[οίκημα]], δηλ. ο [[τάφος]], σε Σοφ.
|lsmtext='''κατασκᾰφής:''' -ές, [[κατεσκαμμένος]], [[βαθιά]] σκαμμένος, κ. [[οἴκησις]], [[πολύ]] [[βαθιά]] σκαμμένο [[οίκημα]], δηλ. ο [[τάφος]], σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατασκᾰφής:''' [[вырытый]] (в земле), подземный: κ. [[οἴκησις]] Soph. подземная обитель, т. е. могила.
|lstext='''κατασκαφής''': -ές, ὁ πολὺ σκαφείς, βαθέως ἐσκαμμένος, κ. [[οἴκησις]], τὸ βαθέως ἐσκαμμένον [[οἴκημα]], δηλ. ὁ [[τάφος]], Σοφ. Ἀντ. 891.
}}
{{elnl
|elnltext=κατασκαφής -ές [κατασκάπτω] onderaards:. οἴκησις κ. onderaardse woning Soph. Ant. 891.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κατασκᾰφής, ές [from [[κατασκάπτω]]<br />dug [[down]], κ. [[οἴκησις]] the [[deep]]-dug [[dwelling]], i. e. the [[grave]], Soph.
|mdlsjtxt=κατασκᾰφής, ές [from [[κατασκάπτω]]<br />dug [[down]], κ. [[οἴκησις]] the [[deep]]-dug [[dwelling]], i. e. the [[grave]], Soph.
}}
}}

Revision as of 20:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκᾰφής Medium diacritics: κατασκαφής Low diacritics: κατασκαφής Capitals: ΚΑΤΑΣΚΑΦΗΣ
Transliteration A: kataskaphḗs Transliteration B: kataskaphēs Transliteration C: kataskafis Beta Code: kataskafh/s

English (LSJ)

ές, dug down, κατασκαφὴς οἴκησις the deep-dug dwelling, i. e. the grave.
τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς. Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own. (Sophocles, Antigone, 891)

German (Pape)

[Seite 1377] ές, eingegraben, οἴκησις, das Grab, Soph. Ant. 882.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
creusé dans la terre.
Étymologie: κατασκάπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατασκαφής -ές [κατασκάπτω] onderaards:. οἴκησις κ. onderaardse woning Soph. Ant. 891.

Russian (Dvoretsky)

κατασκᾰφής: вырытый (в земле), подземный: κ. οἴκησις Soph. подземная обитель, т. е. могила.

Greek Monolingual

κατασκαφής, -ές (Α)
ο πολύ σκαμμένος («ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις ἀείφρουρος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -σκαφής (< σκάφος «σκάψιμο»), πρβλ. βαθυσκαφής, νεοσκαφής].

Greek Monotonic

κατασκᾰφής: -ές, κατεσκαμμένος, βαθιά σκαμμένος, κ. οἴκησις, πολύ βαθιά σκαμμένο οίκημα, δηλ. ο τάφος, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκαφής: -ές, ὁ πολὺ σκαφείς, βαθέως ἐσκαμμένος, κ. οἴκησις, τὸ βαθέως ἐσκαμμένον οἴκημα, δηλ. ὁ τάφος, Σοφ. Ἀντ. 891.

Middle Liddell

κατασκᾰφής, ές [from κατασκάπτω
dug down, κ. οἴκησις the deep-dug dwelling, i. e. the grave, Soph.