κατατρώγω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=<i>f.</i> κατατρώξομαι, <i>ao.2</i> κατέτραγον;<br />dévorer, manger, acc. <i>ou</i> gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τρώγω]].
|btext=<i>f.</i> κατατρώξομαι, <i>ao.2</i> κατέτραγον;<br />dévorer, manger, acc. <i>ou</i> gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τρώγω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατατρώγω''': μέλλ. -τρώξομαι: ἀόρ. β΄ κατέτρᾰγον· καταρροκανίζω, [[κυρίως]] περὶ σκληρῶν καὶ τραγανῶν φαγητῶν, ἐπὶ τῶν ὠμῶν, τῶν χόρτων καὶ τῶν καρπῶν, τρώγων [[καταναλίσκω]], τὸν ὀπτότατον κατατρώξομαι Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 5· τὰς ἰσχάδας κατέτραγον Ἀριστοφ. Ἀχ. 809· τοὺς κλάδους κ. Αἰλ. π. Ζ 17. 17· μετὰ γεν., μήλου κυδωνίου κ. Πλουτ. Ἀρτοξ. 3, κτλ.· ἀόρ. α΄ κατατρώξαντες Τίμων. Ἀποσπ. 7·- Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 20. 22, 1· καὶ μεταφρ., κατατρωγόμενος κόλακι, θηρίῳ ὑπούλῳ Εὐσταθ. Πονημ. 83, 91.
|elnltext=κατα-τρώγω opknabbelen, opeten.
}}
{{elru
|elrutext='''κατατρώγω:''' (fut. κατατρώξομαι, aor. 2 κατέτραγον) съедать, поедать (τὰς ἰσχάδας Arph.; τὸ [[ἀνάρρινον]] Arst.; μήλου κυδωνίου Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''κατατρώγω:''' μέλ. <i>-τρώξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>κατ-έτρᾰγον</i>, [[ροκανίζω]], [[μασουλώ]], [[τραγανίζω]] σε κομμάτια, [[κατατρώγω]], σε Αριστοφ.· με γεν., σε Πλούτ.
|lsmtext='''κατατρώγω:''' μέλ. <i>-τρώξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>κατ-έτρᾰγον</i>, [[ροκανίζω]], [[μασουλώ]], [[τραγανίζω]] σε κομμάτια, [[κατατρώγω]], σε Αριστοφ.· με γεν., σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατατρώγω:''' (fut. κατατρώξομαι, aor. 2 κατέτραγον) съедать, поедать (τὰς ἰσχάδας Arph.; τὸ [[ἀνάρρινον]] Arst.; μήλου κυδωνίου Plut.).
|lstext='''κατατρώγω''': μέλλ. -τρώξομαι: ἀόρ. β΄ κατέτρᾰγον· καταρροκανίζω, [[κυρίως]] περὶ σκληρῶν καὶ τραγανῶν φαγητῶν, ἐπὶ τῶν ὠμῶν, τῶν χόρτων καὶ τῶν καρπῶν, τρώγων [[καταναλίσκω]], τὸν ὀπτότατον κατατρώξομαι Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 5· τὰς ἰσχάδας κατέτραγον Ἀριστοφ. Ἀχ. 809· τοὺς κλάδους κ. Αἰλ. π. Ζ 17. 17· μετὰ γεν., μήλου κυδωνίου κ. Πλουτ. Ἀρτοξ. 3, κτλ.· ἀόρ. α΄ κατατρώξαντες Τίμων. Ἀποσπ. 7·- Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 20. 22, 1· καὶ μεταφρ., κατατρωγόμενος κόλακι, θηρίῳ ὑπούλῳ Εὐσταθ. Πονημ. 83, 91.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-τρώγω opknabbelen, opeten.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -τρώξομαι aor2 κατ-έτρᾰγον<br />to [[gnaw]] in pieces, eat up, Ar.; c. gen., Plut.
|mdlsjtxt=fut. -τρώξομαι aor2 κατ-έτρᾰγον<br />to [[gnaw]] in pieces, eat up, Ar.; c. gen., Plut.
}}
}}

Revision as of 20:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατρώγω Medium diacritics: κατατρώγω Low diacritics: κατατρώγω Capitals: ΚΑΤΑΤΡΩΓΩ
Transliteration A: katatrṓgō Transliteration B: katatrōgō Transliteration C: katatrogo Beta Code: katatrw/gw

English (LSJ)

fut. -τρώξομαι Cratin.143: aor. 2 κατέτρᾰγον Ar.Ach. 809:—eat up, esp. fruits and vegetables, ll.cc., Thphr.HP9.11.9, LXXPr.24.23 (29.27), Theoc.5.115, Luc.Apol.5: c. gen., Plu.Art.3, etc.: aor. 1 part. κατατρώξαντες Timo 66.6:—Pass., Arist.Pr.925a31.

French (Bailly abrégé)

f. κατατρώξομαι, ao.2 κατέτραγον;
dévorer, manger, acc. ou gén..
Étymologie: κατά, τρώγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-τρώγω opknabbelen, opeten.

Russian (Dvoretsky)

κατατρώγω: (fut. κατατρώξομαι, aor. 2 κατέτραγον) съедать, поедать (τὰς ἰσχάδας Arph.; τὸ ἀνάρρινον Arst.; μήλου κυδωνίου Plut.).

Greek Monolingual

((AM κατατρώγω)
(επιτ. τ. του τρώγω)
1. τρώγω κάτι μέχρι τέλους, εντελώς
2. καταβροχθίζω
3. μτφ. βασανίζω εξαντλητικά, κατατρύχω (α. «τον κατατρώγει ο φθόνος» β. «κατατρωγόμενος κόλακι, θηρίῳ ὑπούλῳ», Ευστάθ.)
4. μτφ. ασωτεύω, σπαταλώ
νεοελλ.
μτφ. (για φωτιά) κατακαίω.

Greek Monotonic

κατατρώγω: μέλ. -τρώξομαι, αόρ. βʹ κατ-έτρᾰγον, ροκανίζω, μασουλώ, τραγανίζω σε κομμάτια, κατατρώγω, σε Αριστοφ.· με γεν., σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

κατατρώγω: μέλλ. -τρώξομαι: ἀόρ. β΄ κατέτρᾰγον· καταρροκανίζω, κυρίως περὶ σκληρῶν καὶ τραγανῶν φαγητῶν, ἐπὶ τῶν ὠμῶν, τῶν χόρτων καὶ τῶν καρπῶν, τρώγων καταναλίσκω, τὸν ὀπτότατον κατατρώξομαι Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 5· τὰς ἰσχάδας κατέτραγον Ἀριστοφ. Ἀχ. 809· τοὺς κλάδους κ. Αἰλ. π. Ζ 17. 17· μετὰ γεν., μήλου κυδωνίου κ. Πλουτ. Ἀρτοξ. 3, κτλ.· ἀόρ. α΄ κατατρώξαντες Τίμων. Ἀποσπ. 7·- Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 20. 22, 1· καὶ μεταφρ., κατατρωγόμενος κόλακι, θηρίῳ ὑπούλῳ Εὐσταθ. Πονημ. 83, 91.

Middle Liddell

fut. -τρώξομαι aor2 κατ-έτρᾰγον
to gnaw in pieces, eat up, Ar.; c. gen., Plut.