Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταμπέχω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=couvrir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀμπέχω]].
|btext=couvrir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀμπέχω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταμπέχω''': καὶ -ίσχω, [[περιέχω]], [[περιβάλλω]], εὔψυχον ἄνδρα… καταμπίσχουσιν ἐν τύμβῳ, δηλ. θάπτουσιν, Εὐρ. Ἑλ. 853· μηκάδων [[μέλη]], χλόην καταμπέχοντα, πλήρη χλόης, δηλ. ἢ τρεφόμενα διὰ τῆς χλόης ἢ παρεγεμισμένα μὲ…, Ἀντιφ. ἐν «Ἀγροίκοις» 1· ἄρτους ἰπνὸν καταμπέχοντας, κατέχοντας, πληροῦντας τὸν κλίβανον, ὁ αὐτ. ἐν «Ὀμφ.» 1.
|elnltext=κατ-αμπέχω en κατ-αμπίσχω omhullen.
}}
{{elru
|elrutext='''καταμπέχω:''' окружать, покрывать, т. е. маскировать (ветвями или листвой) (τὰ κράνη Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καταμπέχω:''' και -[[ίσχω]], [[περικλείω]], [[περιβάλλω]], <i>κ. ἐν τύμβῳ</i>, δηλ. τον θάβουν, σε Ευρ.
|lsmtext='''καταμπέχω:''' και -[[ίσχω]], [[περικλείω]], [[περιβάλλω]], <i>κ. ἐν τύμβῳ</i>, δηλ. τον θάβουν, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταμπέχω:''' окружать, покрывать, т. е. маскировать (ветвями или листвой) (τὰ κράνη Plut.).
|lstext='''καταμπέχω''': καὶ -ίσχω, [[περιέχω]], [[περιβάλλω]], εὔψυχον ἄνδρα… καταμπίσχουσιν ἐν τύμβῳ, δηλ. θάπτουσιν, Εὐρ. Ἑλ. 853· μηκάδων [[μέλη]], χλόην καταμπέχοντα, πλήρη χλόης, δηλ. ἢ τρεφόμενα διὰ τῆς χλόης ἢ παρεγεμισμένα μὲ…, Ἀντιφ. ἐν «Ἀγροίκοις» 1· ἄρτους ἰπνὸν καταμπέχοντας, κατέχοντας, πληροῦντας τὸν κλίβανον, ὁ αὐτ. ἐν «Ὀμφ.» 1.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-αμπέχω en κατ-αμπίσχω omhullen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=and -ίσχω<br />to [[encompass]], κ. ἐν τύμβῳ, i. e. to [[bury]] him, Eur.
|mdlsjtxt=and -ίσχω<br />to [[encompass]], κ. ἐν τύμβῳ, i. e. to [[bury]] him, Eur.
}}
}}

Revision as of 20:42, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμπέχω Medium diacritics: καταμπέχω Low diacritics: καταμπέχω Capitals: ΚΑΤΑΜΠΕΧΩ
Transliteration A: katampéchō Transliteration B: katampechō Transliteration C: katampecho Beta Code: katampe/xw

English (LSJ)

and κατ-ίσχω, encompass, εὔψυχον ἄνδρα κούφῃ καταμπίσχουσιν ἐν τύμβῳ Χθονί, i.e. bury him, E.Hel.853; μηκάδων μέλη, Χλόην καταμπέχοντα full of green herbs, i.e. either fed on grass or stuffed with herbs, Antiph.1; cover, τὰ κράνη -αμπέχοντες Plu.Crass. 11.

German (Pape)

[Seite 1364] (s. ἔχω u. ἀμπέχω), umthun, umgeben, bedecken; Antiphan. bei Ath. III, 112 d; τὰ κράνη Plut. Crass. 11.

French (Bailly abrégé)

couvrir.
Étymologie: κατά, ἀμπέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-αμπέχω en κατ-αμπίσχω omhullen.

Russian (Dvoretsky)

καταμπέχω: окружать, покрывать, т. е. маскировать (ветвями или листвой) (τὰ κράνη Plut.).

Greek Monolingual

καταμπέχω και καταμπίσχω (Α)
1. περιβάλλω, περικλείω (α. «εὔψυχον ἄνδρα κούφῃ καταμπίσχουσιν ἐν τύμβῳ χθονί», Ευρ.
β. «μηκάδων μέλη, χλόην καταμπέχοντα», Αντιφάν.)
2. καλύπτω, σκεπάζω («ἐπειρῶντο μὲν τὲν αἴσθησιν άποκρύπτειν τὰ κράνη καταμπέχοντες», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀμπέχω / ἀμπίσχω «περιβάλλω»].

Greek Monotonic

καταμπέχω: και -ίσχω, περικλείω, περιβάλλω, κ. ἐν τύμβῳ, δηλ. τον θάβουν, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

καταμπέχω: καὶ -ίσχω, περιέχω, περιβάλλω, εὔψυχον ἄνδρα… καταμπίσχουσιν ἐν τύμβῳ, δηλ. θάπτουσιν, Εὐρ. Ἑλ. 853· μηκάδων μέλη, χλόην καταμπέχοντα, πλήρη χλόης, δηλ. ἢ τρεφόμενα διὰ τῆς χλόης ἢ παρεγεμισμένα μὲ…, Ἀντιφ. ἐν «Ἀγροίκοις» 1· ἄρτους ἰπνὸν καταμπέχοντας, κατέχοντας, πληροῦντας τὸν κλίβανον, ὁ αὐτ. ἐν «Ὀμφ.» 1.

Middle Liddell

and -ίσχω
to encompass, κ. ἐν τύμβῳ, i. e. to bury him, Eur.