παλιντριβής: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ής, ές :<br />rusé, fourbe ; τὰ παλιντριβῆ SOPH les fourbes.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[τρίβω]].
|btext=ής, ές :<br />rusé, fourbe ; τὰ παλιντριβῆ SOPH les fourbes.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[τρίβω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πᾰλιντρῐβής''': -ές, ὁ ἐκ νέου ἢ συνεχῶς τριβόμενος, ἐπὶ τοῦ ὄνου, [[σκληροτράχηλος]], [[ἐπίμονος]], ἀνθιστάμενος πρὸς ὅλα τὰ κτυπήματα, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 43. 2) [[πανοῦργος]], [[δόλιος]], τὰ ... πανοῦργα καὶ π. Σοφ. Φιλ. 448. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλιντριβῆ· κακεντρεχῆ».
|elnltext=παλιντριβής -ές [πάλιν, τρίβω] geslepen, doortrapt.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλιντρῐβής:''' много тертый, т. е. хитрый, пронырливый: τὰ πανοῦργα καὶ παλιντριβῆ Soph. обман и хитрость.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πᾰλιντρῐβής:''' -ές ([[τρίβω]]), αυτός που τρίβεται [[ξανά]] και [[ξανά]]· απ' όπου, [[πανούργος]], [[δόλιος]], σε Σοφ.
|lsmtext='''πᾰλιντρῐβής:''' -ές ([[τρίβω]]), αυτός που τρίβεται [[ξανά]] και [[ξανά]]· απ' όπου, [[πανούργος]], [[δόλιος]], σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πᾰλιντρῐβής:''' много тертый, т. е. хитрый, пронырливый: τὰ πανοῦργα καὶ παλιντριβῆ Soph. обман и хитрость.
|lstext='''πᾰλιντρῐβής''': -ές, ὁ ἐκ νέου ἢ συνεχῶς τριβόμενος, ἐπὶ τοῦ ὄνου, [[σκληροτράχηλος]], [[ἐπίμονος]], ἀνθιστάμενος πρὸς ὅλα τὰ κτυπήματα, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 43. 2) [[πανοῦργος]], [[δόλιος]], τὰ ... πανοῦργα καὶ π. Σοφ. Φιλ. 448. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλιντριβῆ· κακεντρεχῆ».
}}
{{elnl
|elnltext=παλιντριβής -ές [πάλιν, τρίβω] geslepen, doortrapt.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιντρῐβής Medium diacritics: παλιντριβής Low diacritics: παλιντριβής Capitals: ΠΑΛΙΝΤΡΙΒΗΣ
Transliteration A: palintribḗs Transliteration B: palintribēs Transliteration C: palintrivis Beta Code: palintribh/s

English (LSJ)

ές, A rubbed again and again, of the ass, obstinate, resisting all blows, Semon.7.43. 2 knavish, crafty, τὰ… πανοῦργα καὶ π. S.Ph.448.

German (Pape)

[Seite 451] ές, wiederholt gerieben, abgerieben; bei Soph. Phil. 448, wo παλιντριβῆ καὶ πανοῦργα den δίκαια καὶ χρηστά entgegengesetzt ist, scheint es so zu nehmen, wie Simonds. de mul. 43 den Esel παλ. nennt, der, durch wiederholte Schläge stumpf geworden und hartnäckig, nicht von der Stelle zu treiben ist; der Schol. Soph. erkl. τετριμμένα τοῖς κακοῖς.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
rusé, fourbe ; τὰ παλιντριβῆ SOPH les fourbes.
Étymologie: πάλιν, τρίβω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλιντριβής -ές [πάλιν, τρίβω] geslepen, doortrapt.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλιντρῐβής: много тертый, т. е. хитрый, пронырливый: τὰ πανοῦργα καὶ παλιντριβῆ Soph. обман и хитрость.

Greek Monolingual

παλιντριβής, -ές (Α)
1. (για τον όνο) αυτός που υπομένει τα επανειλημμένα χτυπήματα
2. πανούργος, δόλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. ισο-τριβής].

Greek Monotonic

πᾰλιντρῐβής: -ές (τρίβω), αυτός που τρίβεται ξανά και ξανά· απ' όπου, πανούργος, δόλιος, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιντρῐβής: -ές, ὁ ἐκ νέου ἢ συνεχῶς τριβόμενος, ἐπὶ τοῦ ὄνου, σκληροτράχηλος, ἐπίμονος, ἀνθιστάμενος πρὸς ὅλα τὰ κτυπήματα, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 43. 2) πανοῦργος, δόλιος, τὰ ... πανοῦργα καὶ π. Σοφ. Φιλ. 448. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλιντριβῆ· κακεντρεχῆ».

Middle Liddell

πᾰλιν-τρῐβής, ές τρίβω
rubbed again and again: hence hardened, knavish, Soph.

English (Woodhouse)

cunning

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)