παρακτάομαι: Difference between revisions
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=-ῶμαι;<br />acquérir auprès <i>ou</i> en outre ; <i>au pf.</i> avoir acquis ; posséder auprès <i>ou</i> en outre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[κτάομαι]]. | |btext=-ῶμαι;<br />acquérir auprès <i>ou</i> en outre ; <i>au pf.</i> avoir acquis ; posséder auprès <i>ou</i> en outre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[κτάομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=παρα-κτάομαι overnemen:. ξεινικοὺς νόμους vreemde gebruiken Hdt. 4.80.5. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρακτάομαι:''' [[приобретать]], [[усваивать]] (ξενικοὺς νόμους Her.). | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρακτάομαι:''' μέλ. <i>-κτήσομαι</i>, αποθ., [[αποκτώ]] περισσότερα ως [[συμπλήρωμα]]· σε παρακ. -[[κέκτημαι]], έχω [[ακόμα]] μεγαλύτερη [[περιουσία]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''παρακτάομαι:''' μέλ. <i>-κτήσομαι</i>, αποθ., [[αποκτώ]] περισσότερα ως [[συμπλήρωμα]]· σε παρακ. -[[κέκτημαι]], έχω [[ακόμα]] μεγαλύτερη [[περιουσία]], σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''παρακτάομαι''': ἀποθ., κτῶμαι ἐπί πλέον, προστῶμαι, τοῖσι δὲ παρακτωμένοι ξεινικοὺς νόμους τοιαῦτα ἐπιτίμια διδοῦσι Ἡρόδ. 4. 80. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -κτήσομαι<br />Dep. to get [[over]] and [[above]]: in perf. -[[κέκτημαι]], to [[have]] [[over]] and [[above]], Hdt. | |mdlsjtxt=fut. -κτήσομαι<br />Dep. to get [[over]] and [[above]]: in perf. -[[κέκτημαι]], to [[have]] [[over]] and [[above]], Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:10, 2 October 2022
English (LSJ)
get over and above, ξεινικοὺς νόμους Hdt.4.80.
German (Pape)
[Seite 486] (s. κτάομαι), dazu erwerben, perf. daneben besitzen; ξενικοὺς νόμους, Her. 4, 80; Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
acquérir auprès ou en outre ; au pf. avoir acquis ; posséder auprès ou en outre, acc..
Étymologie: παρά, κτάομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-κτάομαι overnemen:. ξεινικοὺς νόμους vreemde gebruiken Hdt. 4.80.5.
Russian (Dvoretsky)
παρακτάομαι: приобретать, усваивать (ξενικοὺς νόμους Her.).
Greek Monotonic
παρακτάομαι: μέλ. -κτήσομαι, αποθ., αποκτώ περισσότερα ως συμπλήρωμα· σε παρακ. -κέκτημαι, έχω ακόμα μεγαλύτερη περιουσία, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
παρακτάομαι: ἀποθ., κτῶμαι ἐπί πλέον, προστῶμαι, τοῖσι δὲ παρακτωμένοι ξεινικοὺς νόμους τοιαῦτα ἐπιτίμια διδοῦσι Ἡρόδ. 4. 80.
Middle Liddell
fut. -κτήσομαι
Dep. to get over and above: in perf. -κέκτημαι, to have over and above, Hdt.