παραναδύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> παραναδύσομαι, <i>ao.2</i> παρανέδυν, <i>etc.</i><br />sortir d'auprès de.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀναδύομαι]].
|btext=<i>f.</i> παραναδύσομαι, <i>ao.2</i> παρανέδυν, <i>etc.</i><br />sortir d'auprès de.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀναδύομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παραναδύομαι''': Μέσ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., [[ἐξέρχομαι]], [[ἀνέρχομαι]] ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, ἀναφαίνομαι πλησίον, Πλουτ. Ἀλέξ. 2.
|elnltext=παρ-αναδύομαι erbij opduiken.
}}
{{elru
|elrutext='''παραναδύομαι:''' (aor. 2 παρανέδυν) выходить, выползать (ἐκ τοῦ κιττοῦ Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παραναδύομαι:''' Μέσ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., [[έρχομαι]] [[μπροστά]] και εμφανίζομαι δίπλα ή κοντά, σε Πλούτ.
|lsmtext='''παραναδύομαι:''' Μέσ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., [[έρχομαι]] [[μπροστά]] και εμφανίζομαι δίπλα ή κοντά, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παραναδύομαι:''' (aor. 2 παρανέδυν) выходить, выползать (ἐκ τοῦ κιττοῦ Plut.).
|lstext='''παραναδύομαι''': Μέσ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., [[ἐξέρχομαι]], [[ἀνέρχομαι]] ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, ἀναφαίνομαι πλησίον, Πλουτ. Ἀλέξ. 2.
}}
{{elnl
|elnltext=παρ-αναδύομαι erbij opduiken.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Mid., with aor2 and perf. act., to [[come]] [[forth]] and [[appear]] [[beside]] or near, Plut.
|mdlsjtxt=<br />Mid., with aor2 and perf. act., to [[come]] [[forth]] and [[appear]] [[beside]] or near, Plut.
}}
}}

Revision as of 21:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραναδύομαι Medium diacritics: παραναδύομαι Low diacritics: παραναδύομαι Capitals: ΠΑΡΑΝΑΔΥΟΜΑΙ
Transliteration A: paranadýomai Transliteration B: paranadyomai Transliteration C: paranadyomai Beta Code: paranadu/omai

English (LSJ)

Med., with aor. 2 and pf. Act., creep, crawl out, ἐκ τῶν λίκνων Plu.Alex.2.

German (Pape)

[Seite 490] (s. δύω), mit dem aor. παρανέδυν, daneben herauskommen, hervortauchen, Plut. Alex. 2, ἔκ τινος.

French (Bailly abrégé)

f. παραναδύσομαι, ao.2 παρανέδυν, etc.
sortir d'auprès de.
Étymologie: παρά, ἀναδύομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-αναδύομαι erbij opduiken.

Russian (Dvoretsky)

παραναδύομαι: (aor. 2 παρανέδυν) выходить, выползать (ἐκ τοῦ κιττοῦ Plut.).

Greek Monolingual

ΜΑ αναδύομαι
αναδύομαι δίπλα σε κάποιον ή βγαίνω από κάπου έρποντας («ὄφεις... ἐκ τοῦ κισσοῦ καὶ τῶν μυστικῶν λίκνων παραναδυόμενοι... ἐξέπληττον», Πλούτ.).

Greek Monotonic

παραναδύομαι: Μέσ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., έρχομαι μπροστά και εμφανίζομαι δίπλα ή κοντά, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

παραναδύομαι: Μέσ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἐξέρχομαι, ἀνέρχομαι ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, ἀναφαίνομαι πλησίον, Πλουτ. Ἀλέξ. 2.

Middle Liddell


Mid., with aor2 and perf. act., to come forth and appear beside or near, Plut.