παρορύσσω: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=creuser auprès, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὀρύσσω]].
|btext=creuser auprès, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὀρύσσω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παρορύσσω''': Ἀττικ. -ττω, [[ὀρύσσω]] πλησίον ἢ παραλλήλως, Θουκ. 6. 101. ΙΙ. ἁμιλλῶμαί τινι ἐν τῷ ὀρύττειν, Διογ. Λ. 6. 27· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 15, 4, πρβλ. Ἐγχειρ. 29, [[ἔνθα]] ἴδε μακρὰν σημείωσιν Κοραῆ (σ. 128). Ἦτο δὲ τοῦτο προπαρασκευαστικὴ προγύμνασις ἐπὶ 40 συνεχεῖς ἡμέρας τῶν μελλόντων νὰ ἀγωνισθῶσιν εἰς τὴν πυγμὴν κατὰ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνας, ἴδε Ἑρμηνευτ. εἰς Θεόκρ. 40. 10.
|elnltext=παρ-ορύσσω erlangs graven.
}}
{{elru
|elrutext='''παρορύσσω:''' атт. [[παρορύττω]]<br /><b class="num">1)</b> [[выкапывать рядом]] (τάφρον Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[рыть землю]] (одно из подготовительных упражнений для участников кулачных состязаний на Олимпийских празднествах) Diog. L.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παρορύσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[σκάβω]] κατά [[μήκος]] ή παραλλήλως, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[αμιλλώμαι]], σπρώχνομαι ο [[ένας]] με τον [[άλλο]], όπως έκαναν οι αθλητές που προπονούνταν για αγώνες, όπως ήταν οι Ολυμπιακοί.
|lsmtext='''παρορύσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[σκάβω]] κατά [[μήκος]] ή παραλλήλως, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[αμιλλώμαι]], σπρώχνομαι ο [[ένας]] με τον [[άλλο]], όπως έκαναν οι αθλητές που προπονούνταν για αγώνες, όπως ήταν οι Ολυμπιακοί.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παρορύσσω:''' атт. [[παρορύττω]]<br /><b class="num">1)</b> [[выкапывать рядом]] (τάφρον Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[рыть землю]] (одно из подготовительных упражнений для участников кулачных состязаний на Олимпийских празднествах) Diog. L.
|lstext='''παρορύσσω''': Ἀττικ. -ττω, [[ὀρύσσω]] πλησίον ἢ παραλλήλως, Θουκ. 6. 101. ΙΙ. ἁμιλλῶμαί τινι ἐν τῷ ὀρύττειν, Διογ. Λ. 6. 27· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 15, 4, πρβλ. Ἐγχειρ. 29, [[ἔνθα]] ἴδε μακρὰν σημείωσιν Κοραῆ (σ. 128). Ἦτο δὲ τοῦτο προπαρασκευαστικὴ προγύμνασις ἐπὶ 40 συνεχεῖς ἡμέρας τῶν μελλόντων νὰ ἀγωνισθῶσιν εἰς τὴν πυγμὴν κατὰ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνας, ἴδε Ἑρμηνευτ. εἰς Θεόκρ. 40. 10.
}}
{{elnl
|elnltext=παρ-ορύσσω erlangs graven.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[attic]] -ττω fut. ξω<br /><b class="num">I.</b> to dig alongside or [[parallel]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> to dig one [[against]] [[another]], as was done by men in [[training]] for a [[preparatory]] [[exercise]] as the Olympic games.
|mdlsjtxt=[[attic]] -ττω fut. ξω<br /><b class="num">I.</b> to dig alongside or [[parallel]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> to dig one [[against]] [[another]], as was done by men in [[training]] for a [[preparatory]] [[exercise]] as the Olympic games.
}}
}}

Revision as of 21:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρορύσσω Medium diacritics: παρορύσσω Low diacritics: παρορύσσω Capitals: ΠΑΡΟΡΥΣΣΩ
Transliteration A: parorýssō Transliteration B: paroryssō Transliteration C: parorysso Beta Code: paroru/ssw

English (LSJ)

Att. παρορύττω, A dig alongside or parallel, τάφρον Th.6.101. II dig one against another, D.L.6.27:—Med., Arr.Epict.3.15.4, Epict.Ench.29.2.

German (Pape)

[Seite 527] att. -ττω, dabei graben, τάφρον, Thuc. 6, 101; bes. um die Wette graben, schaufeln, Sp., wie Epict. 3, 15, 4; καὶ λακτίζειν, D. L. 6, 27, eine Vorübung, die von denen 30 Tage lang getrieben werden mußte, die in den olympischen Spielen als Faustkämpfer auftreten wollten. Vgl. Interprett. zu Theocr. 4, 10.

French (Bailly abrégé)

creuser auprès, acc..
Étymologie: παρά, ὀρύσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-ορύσσω erlangs graven.

Russian (Dvoretsky)

παρορύσσω: атт. παρορύττω
1) выкапывать рядом (τάφρον Thuc.);
2) рыть землю (одно из подготовительных упражнений для участников кулачных состязаний на Олимпийских празднествах) Diog. L.

Greek Monolingual

και παρορύττω Α ορύσσω
1. κατασκευάζω όρυγμα δίπλα ή παράλληλα σε άλλο
2. συναγωνίζομαι με κάποιον στην κατασκευή ορύγματος.

Greek Monotonic

παρορύσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. σκάβω κατά μήκος ή παραλλήλως, σε Θουκ.
II. αμιλλώμαι, σπρώχνομαι ο ένας με τον άλλο, όπως έκαναν οι αθλητές που προπονούνταν για αγώνες, όπως ήταν οι Ολυμπιακοί.

Greek (Liddell-Scott)

παρορύσσω: Ἀττικ. -ττω, ὀρύσσω πλησίον ἢ παραλλήλως, Θουκ. 6. 101. ΙΙ. ἁμιλλῶμαί τινι ἐν τῷ ὀρύττειν, Διογ. Λ. 6. 27· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 15, 4, πρβλ. Ἐγχειρ. 29, ἔνθα ἴδε μακρὰν σημείωσιν Κοραῆ (σ. 128). Ἦτο δὲ τοῦτο προπαρασκευαστικὴ προγύμνασις ἐπὶ 40 συνεχεῖς ἡμέρας τῶν μελλόντων νὰ ἀγωνισθῶσιν εἰς τὴν πυγμὴν κατὰ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνας, ἴδε Ἑρμηνευτ. εἰς Θεόκρ. 40. 10.

Middle Liddell

attic -ττω fut. ξω
I. to dig alongside or parallel, Thuc.
II. to dig one against another, as was done by men in training for a preparatory exercise as the Olympic games.