περίκλυστος: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />baigné tout autour, de tous côtés.<br />'''Étymologie:''' [[περικλύζω]]. | |btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />baigné tout autour, de tous côtés.<br />'''Étymologie:''' [[περικλύζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=περίκλυστος -ον [περικλύζω] door water omgeven. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περίκλυστος:''' и 3 отовсюду омываемый, окруженный морем (νᾶσοι Aesch.; [[ἄστυ]] Eur.; [[χοιράς]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''περίκλυστος:''' -η, -ον και -ος, -ον, βρεγμένος [[ολόγυρα]] από [[θάλασσα]], λέγεται για νησιά, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. κ.λπ. | |lsmtext='''περίκλυστος:''' -η, -ον και -ος, -ον, βρεγμένος [[ολόγυρα]] από [[θάλασσα]], λέγεται για νησιά, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''περίκλυστος''': -η, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 879· - ὁ κατακλυζόμενος [[πανταχόθεν]] ὑπὸ τῆς θαλάσσης, Δήλοιο περικλύστης Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 181, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 596, 879, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1080, Ἔφιππος ἐν «Γηρυνόνῃ» 1. 3, Στράβ. 753· π. ὑπὸ τοῦ Αἰγαίου ὁ αὐτ. 126· ἐκ τοῦ ποταμοῦ Διον. Ἁλ. 5. 13. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[περίκλυστος]], η, ον<br />washed all [[round]] by the sea, of islands, Hhymn., Aesch., etc. | |mdlsjtxt=[[περίκλυστος]], η, ον<br />washed all [[round]] by the sea, of islands, Hhymn., Aesch., etc. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:15, 2 October 2022
English (LSJ)
η, ον, also ος, ον A.Pers.880 (lyr.):—washed all round by the sea, of islands, Δῆλος h.Ap.181, cf. A.Pers.596 (lyr.), E.HF1080 (lyr.), Ephipp.5.3 (anap.); πέτρα Str.16.2.13; ἀπόψεις 'belvederes', Plu. Comp.Cim.Luc. 1; π. ὑπὸτοῦ Αἰγαίου Str.2.5.24; ἐκτοῦ ποταμοῦ D.H. 5.13.
German (Pape)
[Seite 580] rings umsvüll; Αἴαντος περικλύστα (sollte περικλυστά accentuirt sein) νᾶσος, Aesch. Pers. 588; νᾶσοι περίκλυστοι, 856; Ταφίων περίκλυστον ἄστυ, Eur. Herc. f. 1080; auch in späterer Prosa, χοιράς, Plut. sept. sap. conv. 19.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
baigné tout autour, de tous côtés.
Étymologie: περικλύζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίκλυστος -ον [περικλύζω] door water omgeven.
Russian (Dvoretsky)
περίκλυστος: и 3 отовсюду омываемый, окруженный морем (νᾶσοι Aesch.; ἄστυ Eur.; χοιράς Plut.).
Greek Monolingual
-η, -ον, θηλ. και -ος, Α περικλύζω
1. (ιδίως για νησί) αυτός που βρέχεται ολόγυρα από θάλασσα
2. φρ. «περίκλυστος ἄποψις» — πύργος, οικοδόμημα πάνω σε λόφους που έχουν πανοραμική θέα.
Greek Monotonic
περίκλυστος: -η, -ον και -ος, -ον, βρεγμένος ολόγυρα από θάλασσα, λέγεται για νησιά, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
περίκλυστος: -η, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 879· - ὁ κατακλυζόμενος πανταχόθεν ὑπὸ τῆς θαλάσσης, Δήλοιο περικλύστης Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 181, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 596, 879, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1080, Ἔφιππος ἐν «Γηρυνόνῃ» 1. 3, Στράβ. 753· π. ὑπὸ τοῦ Αἰγαίου ὁ αὐτ. 126· ἐκ τοῦ ποταμοῦ Διον. Ἁλ. 5. 13.
Middle Liddell
περίκλυστος, η, ον
washed all round by the sea, of islands, Hhymn., Aesch., etc.