πικρόχολος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qui a une bile amère ; <i>fig.</i> acariâtre, acerbe.<br />'''Étymologie:''' [[πικρός]], [[χόλος]].
|btext=ος, ον :<br />qui a une bile amère ; <i>fig.</i> acariâtre, acerbe.<br />'''Étymologie:''' [[πικρός]], [[χόλος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πικρόχολος''': -ον, ὁ [[πλήρης]] πικρᾶς χολῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μελάγχολος]]· τὰ ἄνω π. Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389· μεταφορ. [[ὀξύθυμος]], [[ὀργίλος]], Ἀνθ. Π. 7. 69· ― πικροχολία, ἡ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μελαγχολία]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394.
|elnltext=πικρόχολος -ον [πικρός, χολή] vol gal.
}}
{{elru
|elrutext='''πικρόχολος:''' [[желчный]], [[язвительный]] ([[στόμα]] Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πικρόχολος:''' -ον, αυτός που είναι [[γεμάτος]] με πικρή [[χολή]], [[κακόβουλος]], [[μοχθηρός]], [[πικρόχολος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''πικρόχολος:''' -ον, αυτός που είναι [[γεμάτος]] με πικρή [[χολή]], [[κακόβουλος]], [[μοχθηρός]], [[πικρόχολος]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πικρόχολος:''' [[желчный]], [[язвительный]] ([[στόμα]] Anth.).
|lstext='''πικρόχολος''': -ον, ὁ [[πλήρης]] πικρᾶς χολῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μελάγχολος]]· τὰ ἄνω π. Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389· μεταφορ. [[ὀξύθυμος]], [[ὀργίλος]], Ἀνθ. Π. 7. 69· ― πικροχολία, ἡ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μελαγχολία]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394.
}}
{{elnl
|elnltext=πικρόχολος -ον [πικρός, χολή] vol gal.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πικρό-χολος, ον,<br />[[full]] of [[bitter]] [[bile]], splenetic, Anth.
|mdlsjtxt=πικρό-χολος, ον,<br />[[full]] of [[bitter]] [[bile]], splenetic, Anth.
}}
}}

Revision as of 21:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικρόχολος Medium diacritics: πικρόχολος Low diacritics: πικρόχολος Capitals: ΠΙΚΡΟΧΟΛΟΣ
Transliteration A: pikrócholos Transliteration B: pikrocholos Transliteration C: pikrocholos Beta Code: pikro/xolos

English (LSJ)

ον, full of bitter bile, bilious, opp. μελάγχολος ; οἱ π. τὰ ἄνω Hp.Acut.34, cf. 61, Aret.SA 1.5; π. χυμός Gal.6.247: metaph., splenetic, AP7.69 (Jul.).

German (Pape)

[Seite 615] von, mit bitterer Galle, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une bile amère ; fig. acariâtre, acerbe.
Étymologie: πικρός, χόλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πικρόχολος -ον [πικρός, χολή] vol gal.

Russian (Dvoretsky)

πικρόχολος: желчный, язвительный (στόμα Anth.).

Greek Monolingual

-η, -ο / πικρόχολος, -ον, ΝΜΑ
1. (για πρόσ.) αυτός που συμπεριφέρεται σαν πικρή χολή, δύσθυμος, στρυφνός, αντιπαθητικός
2. γεμάτος πικράδα, γεμάτος κακία (α. «πικρόχολη απάντηση» β. «πικρόχολα λόγια»)
μσν.-αρχ.
χολώδης, χολερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)- + χόλος (πρβλ. μελάγ-χολος)].

Greek Monotonic

πικρόχολος: -ον, αυτός που είναι γεμάτος με πικρή χολή, κακόβουλος, μοχθηρός, πικρόχολος, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πικρόχολος: -ον, ὁ πλήρης πικρᾶς χολῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μελάγχολος· τὰ ἄνω π. Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389· μεταφορ. ὀξύθυμος, ὀργίλος, Ἀνθ. Π. 7. 69· ― πικροχολία, ἡ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μελαγχολία, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394.

Middle Liddell

πικρό-χολος, ον,
full of bitter bile, splenetic, Anth.