πολιορκία: Difference between revisions

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> siège d'une ville, investissement;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> obsession, tourment.<br />'''Étymologie:''' [[πόλις]], [[ἕρκος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> siège d'une ville, investissement;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> obsession, tourment.<br />'''Étymologie:''' [[πόλις]], [[ἕρκος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολιορκία''': Ἰων. -ίη, , ὡς καὶ νῦν, ἐπὶ μακρὸν ἔσεσθαι τὴν πολιορκίην Ἡρόδ. 1. 81, 190., 5. 34, Ἀνδοκ. 10. 12, Θουκ. 2. 78, κτλ. 2) μεταφ., [[ἐνόχλησις]], Πλουτ. Σύλλ. 25˙ ἴδε [[πολιορκέω]] 2.
|elnltext=πολιορκία -ας, ἡ, Ion. πολιορκίη [πολιορκέω] belegering.
}}
{{elru
|elrutext='''πολιορκία:''' ион. πολιορκίη <br /><b class="num">1)</b> [[осада]] Her., Thuc. etc.: μηχαναὶ πρὸς τὰς πολιορκίας Arst. осадные машины;<br /><b class="num">2)</b> [[докучливые придирки]] ([[ὕβρις]] καὶ π. Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πολιορκία:''' Ιων. -ίη, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[πολιορκία]], [[κατάκτηση]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[πίεση]] ή [[ενόχληση]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''πολιορκία:''' Ιων. -ίη, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[πολιορκία]], [[κατάκτηση]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[πίεση]] ή [[ενόχληση]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολιορκία:''' ион. πολιορκίη <br /><b class="num">1)</b> [[осада]] Her., Thuc. etc.: μηχαναὶ πρὸς τὰς πολιορκίας Arst. осадные машины;<br /><b class="num">2)</b> [[докучливые придирки]] ([[ὕβρις]] καὶ π. Plut.).
|lstext='''πολιορκία''': Ἰων. -ίη, , ὡς καὶ νῦν, ἐπὶ μακρὸν ἔσεσθαι τὴν πολιορκίην Ἡρόδ. 1. 81, 190., 5. 34, Ἀνδοκ. 10. 12, Θουκ. 2. 78, κτλ. 2) μεταφ., [[ἐνόχλησις]], Πλουτ. Σύλλ. 25˙ ἴδε [[πολιορκέω]] 2.
}}
{{elnl
|elnltext=πολιορκία -ας, ἡ, Ion. πολιορκίη [πολιορκέω] belegering.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῐορκία Medium diacritics: πολιορκία Low diacritics: πολιορκία Capitals: ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ
Transliteration A: poliorkía Transliteration B: poliorkia Transliteration C: poliorkia Beta Code: poliorki/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, A siege of a city, Hdt.1.81, 190, 5.34, And.1.73, Th.2.78, etc. 2 metaph., besieging, pestering, v.l. in Plu.Sull.25.

German (Pape)

[Seite 655] ἡ, Belagerung einer Stadt; Her. 5, 34; Thuc. 2, 78 u. öfter, wie Plat. Alc. II, 142 a u. Folgde; auch übtr., Plut. Sull. 25.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 siège d'une ville, investissement;
2 fig. obsession, tourment.
Étymologie: πόλις, ἕρκος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολιορκία -ας, ἡ, Ion. πολιορκίη [πολιορκέω] belegering.

Russian (Dvoretsky)

πολιορκία: ион. πολιορκίη ἡ
1) осада Her., Thuc. etc.: μηχαναὶ πρὸς τὰς πολιορκίας Arst. осадные машины;
2) докучливые придирки (ὕβρις καὶ π. Plut.).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, ιων. τ. πολιορκίη, Α πολιορκώ
1. ο αποκλεισμός μιας οχυρωμένης θέσης από πολεμικές δυνάμεις με σκοπό την κατάληψή της
2. φορτική ενόχληση
νεοελλ.
1. συνωστισμός πλήθους γύρω από έναν τόπο
2. φρ. α) «κατάσταση πολιορκίας» — κατάσταση εξαιρετικού κινδύνου της εδαφικής ακεραιότητας, της εθνικής ασφάλειας ή του πολιτεύματος, λόγω της οποίας αναστέλλονται, βάσει του Συντάγματος, οι θεμελιώδεις περί ατομικών δικαιωμάτων και περί τακτικών δικαστηρίων συνταγματικές διατάξεις
β) «ερωτική πολιορκία» — διαρκής παρακολούθηση και ενόχληση προσώπου από κάποιον, που επιθυμεί να δημιουργήσει μαζί του ερωτικές σχέσεις.

Greek Monotonic

πολιορκία: Ιων. -ίη, ἡ,
1. πολιορκία, κατάκτηση, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
2. μεταφ., πίεση ή ενόχληση, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

πολιορκία: Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἐπὶ μακρὸν ἔσεσθαι τὴν πολιορκίην Ἡρόδ. 1. 81, 190., 5. 34, Ἀνδοκ. 10. 12, Θουκ. 2. 78, κτλ. 2) μεταφ., ἐνόχλησις, Πλουτ. Σύλλ. 25˙ ἴδε πολιορκέω 2.

Middle Liddell

πολιορκία, ἡ,
1. a besieging, siege, Hdt., Thuc., etc.
2. metaph. a besieging, pestering, Plut.

English (Woodhouse)

siege

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)