πολυκύμων: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />aux flots agités, houleux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κῦμα]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />aux flots agités, houleux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κῦμα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολῠκύμων''': -ον, γεν. ονος, (κύω, [[κῦμα]]) ὁ ἔχων πολλὰ κύματα, [[πολυτάραχος]], [[πόντος]] Σόλων 12. 19, Ἐμπεδ. 235. ΙΙ. ὁ πολλὰ κυοφορῶν, παράγων, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 119.
|elnltext=πολυκύμων -ον, gen. -ονος [πολύς, κῦμα] met veel golven.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυκύμων:''' 2, gen. ονος () волнующийся, взволнованный, бушующий ([[πόντος]] Emped.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πολῠκύμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[κῦμα]]), αυτός που παράγει [[πολλά]] κύματα, σε Σόλωνα.
|lsmtext='''πολῠκύμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[κῦμα]]), αυτός που παράγει [[πολλά]] κύματα, σε Σόλωνα.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολυκύμων:''' 2, gen. ονος () волнующийся, взволнованный, бушующий ([[πόντος]] Emped.).
|lstext='''πολῠκύμων''': -ον, γεν. ονος, (κύω, [[κῦμα]]) ὁ ἔχων πολλὰ κύματα, [[πολυτάραχος]], [[πόντος]] Σόλων 12. 19, Ἐμπεδ. 235. ΙΙ. ὁ πολλὰ κυοφορῶν, παράγων, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 119.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυκύμων -ον, gen. -ονος [πολύς, κῦμα] met veel golven.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολῠ-κύμων, ονος, [[κῦμα]]<br />[[swelling]] with [[many]] waves, [[Solon]].
|mdlsjtxt=πολῠ-κύμων, ονος, [[κῦμα]]<br />[[swelling]] with [[many]] waves, [[Solon]].
}}
}}

Revision as of 21:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυκύμων Medium diacritics: πολυκύμων Low diacritics: πολυκύμων Capitals: ΠΟΛΥΚΥΜΩΝ
Transliteration A: polykýmōn Transliteration B: polykymōn Transliteration C: polykymon Beta Code: poluku/mwn

English (LSJ)

[κῡ], ον, gen. ονος, κῦμα = πολυκύματος (swelling with many waves), A πόντος Sol.13.19, Emp.38.3. II (κύω) bringing forth much, gloss on ἐρικύμων, Sch.A.Ag.119.

German (Pape)

[Seite 665] viel od. sehr wogend, πόντος, Solon. el. 1, 19; – viel gebährend, sehr fruchtbar, Schol. Aesch. Ag. 121, für ἐρικύμων.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
aux flots agités, houleux.
Étymologie: πολύς, κῦμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυκύμων -ον, gen. -ονος [πολύς, κῦμα] met veel golven.

Russian (Dvoretsky)

πολυκύμων: 2, gen. ονος (ῡ) волнующийся, взволнованный, бушующий (πόντος Emped.).

Greek Monolingual

(I)
-ύκυμον, Α
πολυκύμαντος, με πολλά κύματα («πόντου πολυκύμονος ἀτρυγέτοιο πυθμένα κινήσας», Σόλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κύμων (< κῦμα «θαλάσσιο κύμα»), βλ. ακύμων (Ι)].
(II)
-ύκυμον, Α
καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κύμων (< κῦμα «κύημα, έμβρυο»), πρβλ. ακύμων (ΙΙ)].

Greek Monotonic

πολῠκύμων: -ον, γεν. -ονος (κῦμα), αυτός που παράγει πολλά κύματα, σε Σόλωνα.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκύμων: -ον, γεν. ονος, (κύω, κῦμα) ὁ ἔχων πολλὰ κύματα, πολυτάραχος, πόντος Σόλων 12. 19, Ἐμπεδ. 235. ΙΙ. ὁ πολλὰ κυοφορῶν, παράγων, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 119.

Middle Liddell

πολῠ-κύμων, ονος, κῦμα
swelling with many waves, Solon.