πολύτρητος: Difference between revisions
ὁ κόσμος ἀλλοίωσις, ὁ βίος ὑπόληψις → the universe is flux, life is opinion | the universe is transformation: life is opinion | the universe is change, life is a fleeting impression | the universe—mutation: life—opinion
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ος, ον :<br />aux nombreux trous.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], τιτραίνω. | |btext=ος, ον :<br />aux nombreux trous.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], τιτραίνω. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πολύτρητος -ον [πολύς, τιτραίνω] met veel gaten. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύτρητος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[губчатый]], [[ноздреватый]], [[скважистый]] (σπόγγοι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[просверленный во многих местах]], [[со многими отверстиями]] (δόνακες, αὐλοί Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''πολύτρητος:''' -ον, αυτός που είναι [[διάτρητος]], [[γεμάτος]] με τρύπες, [[τρυπητός]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για αυλό, σε Ανθ. | |lsmtext='''πολύτρητος:''' -ον, αυτός που είναι [[διάτρητος]], [[γεμάτος]] με τρύπες, [[τρυπητός]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για αυλό, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πολύτρητος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ὀπάς, [[διάτρητος]], σπόγγοι Ὀδ. Α. 111, Χ. 439· ἐπὶ αὐλοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 266., 505, 5· ἐπὶ ἠθμοῦ, στραγγιστηρίου, τρυπητοῦ, [[αὐτόθι]] 6. 101· ἐπὶ κηρήθρας [[αὐτόθι]] 9. 363, 15, 10. 41· ἐπὶ τῶν πνευμόνων, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 10· τὸ π. χώρας Στράβ. 578. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-τρητος, ον,<br />[[much]]-pierced, [[full]] of holes, [[porous]], Od.; of a [[flute]], Anth. | |mdlsjtxt=[[πολύ]]-τρητος, ον,<br />[[much]]-pierced, [[full]] of holes, [[porous]], Od.; of a [[flute]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:35, 2 October 2022
English (LSJ)
poet. πολυ-πουλύ-, ον, much-pierced, full of holes, porous, σπόγγοι Od.1.111, 22.439; φῷδες Cratin.213; φύλλα Dsc.2.182; of the flute, λωτοί, δόνακες, AP9.266 (Antip.), 505.5; ἠθμός ib.6.101 (Phil.); of honeycombs, ib.9.363.15 (Mel.); σίμβλοι Luc.Epigr.12; of the lungs, Aret.SD1.10; τὸ π. τῆς χώρας Str. 12.8.16.
German (Pape)
[Seite 675] viel durchbohrt, durchlöchert; σπόγγοι, mit vielen Löchern, Od. 1, 111. 22, 439. 453; λωτοί, Antp. Th. 29 (IX, 266), wie αὐλοί Maneth. 2, 334; δόνακες, Ep. (IX, 505).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux nombreux trous.
Étymologie: πολύς, τιτραίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύτρητος -ον [πολύς, τιτραίνω] met veel gaten.
Russian (Dvoretsky)
πολύτρητος:
1) губчатый, ноздреватый, скважистый (σπόγγοι Hom.);
2) просверленный во многих местах, со многими отверстиями (δόνακες, αὐλοί Anth.).
English (Autenrieth)
pierced with many holes, porous. (Od.)
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύτρητος, -ον, ΝΑ, ποιητ. τ. πουλύτρητος, -ον, Α
(για αυλό, στραγγιστήρι, κηρήθρα ή και για τους πνεύμονες) αυτός που φέρει πολλές οπές, ο διάτρητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τρητός (< τετραίνω «τρυπώ»)].
Greek Monotonic
πολύτρητος: -ον, αυτός που είναι διάτρητος, γεμάτος με τρύπες, τρυπητός, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για αυλό, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
πολύτρητος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ὀπάς, διάτρητος, σπόγγοι Ὀδ. Α. 111, Χ. 439· ἐπὶ αὐλοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 266., 505, 5· ἐπὶ ἠθμοῦ, στραγγιστηρίου, τρυπητοῦ, αὐτόθι 6. 101· ἐπὶ κηρήθρας αὐτόθι 9. 363, 15, 10. 41· ἐπὶ τῶν πνευμόνων, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 10· τὸ π. χώρας Στράβ. 578.
Middle Liddell
πολύ-τρητος, ον,
much-pierced, full of holes, porous, Od.; of a flute, Anth.