προεκθέω: Difference between revisions

From LSJ

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<b>1</b> s'élancer en avant;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> devancer : λογισμοῦ PLUT un raisonnement.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐκθέω]].
|btext=<b>1</b> s'élancer en avant;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> devancer : λογισμοῦ PLUT un raisonnement.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐκθέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προεκθέω''': μέλλ. -θεύσομαι, [[ἐκθέω]], [[τρέχω]] ἔξω πρότερον, ἐξορμῶ ἐκ τῶν τάξεων τοῦ στρατοῦ, ἐξορμῶ μετὰ σπουδῆς, Θουκ. 7. 30, Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, 12, κτλ. 2) μεταφορ., [[ὑπερβαίνω]], [[προτρέχω]], νικῶ εἰς ταχύτητα, λογισμοῦ Πλούτ. 2. 446Ε· ὁ [[λόγος]] προεκθεῖ Αἰλ. π. Ζ. 13. 11.
|elnltext=προ-εκθέω vooruitrennen.
}}
{{elru
|elrutext='''προεκθέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[выбегать вперед]] Thuc.;<br /><b class="num">2)</b> [[забегать вперед]] (π. τοῦ λογισμοῦ Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προεκθέω:''' μέλ. -[[θεύσομαι]], [[τρέχω]] έξω εκ των προτέρων, [[εξορμώ]] από τις τάξεις του στρατού, [[εξορμώ]] με [[γρηγοράδα]], σε Θουκ.
|lsmtext='''προεκθέω:''' μέλ. -[[θεύσομαι]], [[τρέχω]] έξω εκ των προτέρων, [[εξορμώ]] από τις τάξεις του στρατού, [[εξορμώ]] με [[γρηγοράδα]], σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προεκθέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[выбегать вперед]] Thuc.;<br /><b class="num">2)</b> [[забегать вперед]] (π. τοῦ λογισμοῦ Plut.).
|lstext='''προεκθέω''': μέλλ. -θεύσομαι, [[ἐκθέω]], [[τρέχω]] ἔξω πρότερον, ἐξορμῶ ἐκ τῶν τάξεων τοῦ στρατοῦ, ἐξορμῶ μετὰ σπουδῆς, Θουκ. 7. 30, Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, 12, κτλ. 2) μεταφορ., [[ὑπερβαίνω]], [[προτρέχω]], νικῶ εἰς ταχύτητα, λογισμοῦ Πλούτ. 2. 446Ε· ὁ [[λόγος]] προεκθεῖ Αἰλ. π. Ζ. 13. 11.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-εκθέω vooruitrennen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[θεύσομαι]]<br />to run out [[before]], [[sally]] from the ranks, [[rush]] on, Thuc.
|mdlsjtxt=fut. -[[θεύσομαι]]<br />to run out [[before]], [[sally]] from the ranks, [[rush]] on, Thuc.
}}
}}

Revision as of 21:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεκθέω Medium diacritics: προεκθέω Low diacritics: προεκθέω Capitals: ΠΡΟΕΚΘΕΩ
Transliteration A: proekthéō Transliteration B: proektheō Transliteration C: proektheo Beta Code: proekqe/w

English (LSJ)

A run out before, sally from the ranks, rush on, Th.7.30, J.BJ2.16.2, Arr.An.1.1.12; ἐν τοῖς δρόμοις Jul.Or.2.69d. 2 metaph., outrun, τοῦ λογισμοῦ Plu.2.446d; ὁ λόγος προεκθεῖ Ael.NA13.11.

German (Pape)

[Seite 718] (s. θέω), voran od. vorher herauslaufen, Thuc. 7, 30 u. Folgde, wie Plut.

French (Bailly abrégé)

1 s'élancer en avant;
2 fig. devancer : λογισμοῦ PLUT un raisonnement.
Étymologie: πρό, ἐκθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εκθέω vooruitrennen.

Russian (Dvoretsky)

προεκθέω:
1) выбегать вперед Thuc.;
2) забегать вперед (π. τοῦ λογισμοῦ Plut.).

Greek Monolingual

Α
1. (ιδίως για στρ. τμήμα) εξορμώ γρήγορα («οἱ τοξόται βάλλοντες τοὺς προεκθέοντας τῶν Θρακῶν ἀνέστελλον», Αρρ.)
2. μτφ. προτρέχω, υπερβαίνω, ξεπερνώ («προεκθεῖν τοῦ λογισμοῦ», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκθέω «τρέχω έξω, εξορμώ»].

Greek Monotonic

προεκθέω: μέλ. -θεύσομαι, τρέχω έξω εκ των προτέρων, εξορμώ από τις τάξεις του στρατού, εξορμώ με γρηγοράδα, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προεκθέω: μέλλ. -θεύσομαι, ἐκθέω, τρέχω ἔξω πρότερον, ἐξορμῶ ἐκ τῶν τάξεων τοῦ στρατοῦ, ἐξορμῶ μετὰ σπουδῆς, Θουκ. 7. 30, Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, 12, κτλ. 2) μεταφορ., ὑπερβαίνω, προτρέχω, νικῶ εἰς ταχύτητα, λογισμοῦ Πλούτ. 2. 446Ε· ὁ λόγος προεκθεῖ Αἰλ. π. Ζ. 13. 11.

Middle Liddell

fut. -θεύσομαι
to run out before, sally from the ranks, rush on, Thuc.