πονηρεύομαι: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=se conduire mal, agir méchamment.<br />'''Étymologie:''' [[πονηρός]]. | |btext=se conduire mal, agir méchamment.<br />'''Étymologie:''' [[πονηρός]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πονηρεύομαι [πονηρός] er slecht aan toe zijn. Hp. zich slecht gedragen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πονηρεύομαι:''' [[дурно поступать]], [[мошенничать]]: οἱ πεπονηρευομένοι Dem. и οἱ πονηρευόμενοι Plut. мошенники, плуты. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πονηρεύομαι:''' αποθ., είμαι [[κακός]], [[ενεργώ]] με [[πανουργία]], φέρομαι ως [[απατεώνας]], σε Αριστ.· <i>οἱ πεπονηρευμένοι</i>, σε Δημ. | |lsmtext='''πονηρεύομαι:''' αποθ., είμαι [[κακός]], [[ενεργώ]] με [[πανουργία]], φέρομαι ως [[απατεώνας]], σε Αριστ.· <i>οἱ πεπονηρευμένοι</i>, σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πονηρεύομαι''': ἀποθ., εὑρίσκομαι ἐν κακῇ καταστάσει, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 173, ἴδε Foës. Oecon. ΙΙ. εἶμαι κακός, ἐνεργῶ κακῶς, φέρομαι πανούργως, Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 7· οἱ πεπονηρευμένοι Δημ. 351. 9· πρβλ. Πλουτ. Κάτ. Πρεσβύτ. 9, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πονηρεύομαι]],<br />Dep. to be [[evil]], act [[wickedly]], [[play]] the [[rogue]], Arist.; οἱ πεπονηρευμένοι Dem. | |mdlsjtxt=[[πονηρεύομαι]],<br />Dep. to be [[evil]], act [[wickedly]], [[play]] the [[rogue]], Arist.; οἱ πεπονηρευμένοι Dem. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:50, 2 October 2022
English (LSJ)
A to be in a bad state, Hp.Coac.194; πονηρευόμενα ἕλκη malignant ulcers, Dsc.1.106, cf. Ruf. ap. Orib.45.30.31. II act wickedly, play the knave, Heraclit.125a, Arist.Rh.1411a17, Men. Epit.133; οἱ πεπονηρευμένοι D.19.32, cf. Phld.Rh.1.43 S., Plu.Cat.Ma. 9, etc.: c. dat., towards or against…, Thd.Su.61: with Preps., ἐν τοῖς προφήταις LXX 1 Ch.16.22; κατ' ἐμοῦ Thd.Su.43: also c. acc., τινα LXX Ec.7.22(23); intend maliciously, c. inf., ib.De.19.19; τοῦ ἀποκτεῖναί τινα ib.Ge.37.18, al.
German (Pape)
[Seite 680] dep. med., schlecht, schlimm, böse sein, im physischen Sinne, Hippocr.; übertr., Arist. ἐκεῖνον ἐπιτρίτων τόκων πονηρεύεσθαι, rhetor. 3, 10, u. Sp.
French (Bailly abrégé)
se conduire mal, agir méchamment.
Étymologie: πονηρός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πονηρεύομαι [πονηρός] er slecht aan toe zijn. Hp. zich slecht gedragen.
Russian (Dvoretsky)
πονηρεύομαι: дурно поступать, мошенничать: οἱ πεπονηρευομένοι Dem. и οἱ πονηρευόμενοι Plut. мошенники, плуты.
Greek Monotonic
πονηρεύομαι: αποθ., είμαι κακός, ενεργώ με πανουργία, φέρομαι ως απατεώνας, σε Αριστ.· οἱ πεπονηρευμένοι, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
πονηρεύομαι: ἀποθ., εὑρίσκομαι ἐν κακῇ καταστάσει, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 173, ἴδε Foës. Oecon. ΙΙ. εἶμαι κακός, ἐνεργῶ κακῶς, φέρομαι πανούργως, Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 7· οἱ πεπονηρευμένοι Δημ. 351. 9· πρβλ. Πλουτ. Κάτ. Πρεσβύτ. 9, κτλ.
Middle Liddell
πονηρεύομαι,
Dep. to be evil, act wickedly, play the rogue, Arist.; οἱ πεπονηρευμένοι Dem.