προσδόκιμος: Difference between revisions
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ος, ον :<br />attendu : τινι par qqn ; avec un part. : προσδόκιμός ἐστιν ἔχων DÉM on l'attend ayant, <i>càd</i> avec.<br />'''Étymologie:''' [[προσδοκάω]]. | |btext=ος, ον :<br />attendu : τινι par qqn ; avec un part. : προσδόκιμός ἐστιν ἔχων DÉM on l'attend ayant, <i>càd</i> avec.<br />'''Étymologie:''' [[προσδοκάω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=προσδόκιμος -ον [προσδοκάω] (die) verwacht (wordt):; δύναμιν μεγάλην ἔχων αὐτός ἐστι προσδόκιμος zelf wordt hij verwacht met een groot leger Dem. 6.15; met prep. bep..; π. εἰς τὴν Κύπρον verwacht op Cyprus Hdt. 5.108.1; met ἐκ + gen.. ἐκ Πελοννήσου ἄλλη στρατία προσδόκιμος uit de Peloponnesus wordt een ander leger verwacht Thuc. 7.15.1. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσδόκῐμος:''' [[ожидаемый]] (τὰ παρεόντα καὶ τὰ προσδόκιμα Her.): ἐπὶ Μίλητον πολλὸς ἦν στρατὸς π. Her. ждали, что на Милет идет большая армия; π. ἐστιν ἥξειν Diod. ожидают его прихода. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''προσδόκιμος:''' -ον, <b class="num">1.</b> προσδοκώμενος, αναμενόμενος ή αυτός που αναμένεται, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συχνά]] για πρόσωπα, [[προσδόκιμος]] ἐς τὴν Κύπρον, ἐπὶ τὴν Μίλητον [[προσδόκιμος]], αναμένεται να έρθει στην Κύπρο, ενάντια στη Μίλητο, σε Ηρόδ.· <i>τοῦ βαρβάρου</i>, <i>προσδοκίμου ὄντος</i>, σε Θουκ. | |lsmtext='''προσδόκιμος:''' -ον, <b class="num">1.</b> προσδοκώμενος, αναμενόμενος ή αυτός που αναμένεται, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συχνά]] για πρόσωπα, [[προσδόκιμος]] ἐς τὴν Κύπρον, ἐπὶ τὴν Μίλητον [[προσδόκιμος]], αναμένεται να έρθει στην Κύπρο, ενάντια στη Μίλητο, σε Ηρόδ.· <i>τοῦ βαρβάρου</i>, <i>προσδοκίμου ὄντος</i>, σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προσδόκιμος''': -ον, ὅν προσδοκᾷ τις, πρ. ὁ [[θάνατος]] Ἱππ. Προγν. 39, πρβλ. 46· τοῖς παρεοῦσί τε καὶ προσδ. κακοῖσι Ἡρόδ. 8. 20. 2) [[συχνάκις]] ἐπὶ προσώπων, πρ. ἐστί, ἦν, περιμένεται, ἀνεμένετο, στρατὸν πρ. [[εἶναι]] Κροίσῳ ἐπὶ τὴν χώρην ὁ αὐτ. 1. 78· προσδόκιμον ἐς τὴν Κύπρον, [[ὅστις]] περιεμένετο νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν Κύπρον, ὁ αὐτ. 5. 108· πεζὸς στρατὸς [[προσδόκιμος]] ἦν ὁ αὐτ. 6. 6· κατὰ πόδας [[ἐμεῦ]] ἐλαύνων πρ. ἐστι ὁ αὐτ. 9. 89· τοῦ βαρβάρου πρ. ὄντος Θουκ. 1. 14· ἐκ Πελοποννήσου ἄλλη στρατιὰ πρ. αὐτοῖς ὁ αὐτ. 7. 15, πρβλ. Δημ. 69. 23. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=προσ-[[δόκιμος]], ον,<br /><b class="num">1.</b> [[expected]], looked for, or to be [[expected]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> often of persons, [[προσδόκιμος]] ἐς τὴν Κύπρον, ἐπὶ τὴν Μίλητον πρ. [[expected]] to [[come]] to [[Cyprus]], [[against]] [[Miletus]], Hdt.; τοῦ βαρβάρου προσδοκίμου ὄντος Thuc. | |mdlsjtxt=προσ-[[δόκιμος]], ον,<br /><b class="num">1.</b> [[expected]], looked for, or to be [[expected]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> often of persons, [[προσδόκιμος]] ἐς τὴν Κύπρον, ἐπὶ τὴν Μίλητον πρ. [[expected]] to [[come]] to [[Cyprus]], [[against]] [[Miletus]], Hdt.; τοῦ βαρβάρου προσδοκίμου ὄντος Thuc. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:50, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A expected, looked for, or to be expected, π. ὁ θάνατος Hp.Prog.9, cf. 24; τοῖσι παρεοῦσί τε καὶ π. κακοῖσι Hdt.8.20. 2 freq. of persons, expected, στρατὸν π. εἶναι Κροίσῳ ἐπὶ τὴν χώρην Id.1.78; π. ἐς τὴν Κύπρον, ἐπὶ Μίλητον π., expected to come to Cyprus, against Miletus, Id.5.108, 6.6; κατὰ πόδας ἐμεῦ ἐλαύνων π. ἐστι Id.9.89; τοῦ βαρβάρου π. ὄντος Th.1.14; ἐκ Πελοποννήσου ἄλλη στρατιὰ π. αὐτοῖς Id.7.15, cf. D. 6.15; π. ἥξειν D.S.18.64. Adv. -μως Gloss.
German (Pape)
[Seite 756] erwartet, vermuthet; τινί, Her. 1, 78. 123. 6, 6; ἐς Κύπρον, ἐπὶ Μίλητον, von dem man erwartet, er werde nach Kypros kommen, gegen Milet ausziehen, 5, 108; πᾶσαν ἡμέραν, 7, 203; c. partic., 9, 89, wie Dem. δύναμιν μεγάλην ἔχων αὐτός ἐστι προσδόκιμος, man erwartet ihn selbst mit einer großen Macht, 6, 15; vgl. Thuc. 7, 15; Sp., wie προσδόκιμος ἦν ὁ κίνδυνος Pol. 29, 8, 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
attendu : τινι par qqn ; avec un part. : προσδόκιμός ἐστιν ἔχων DÉM on l'attend ayant, càd avec.
Étymologie: προσδοκάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσδόκιμος -ον [προσδοκάω] (die) verwacht (wordt):; δύναμιν μεγάλην ἔχων αὐτός ἐστι προσδόκιμος zelf wordt hij verwacht met een groot leger Dem. 6.15; met prep. bep..; π. εἰς τὴν Κύπρον verwacht op Cyprus Hdt. 5.108.1; met ἐκ + gen.. ἐκ Πελοννήσου ἄλλη στρατία προσδόκιμος uit de Peloponnesus wordt een ander leger verwacht Thuc. 7.15.1.
Russian (Dvoretsky)
προσδόκῐμος: ожидаемый (τὰ παρεόντα καὶ τὰ προσδόκιμα Her.): ἐπὶ Μίλητον πολλὸς ἦν στρατὸς π. Her. ждали, что на Милет идет большая армия; π. ἐστιν ἥξειν Diod. ожидают его прихода.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός τον οποίο περιμένει κάποιος, ο αναμενόμενος (α. «προσδόκιμος ὁ θάνατος», Ιπποκρ.
β. «τοῦ βαρβάρου προσδοκίμου ὄντος», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσδοκία + κατάλ. -ιμος (πρβλ. ευδόκ-ιμος].
Greek Monotonic
προσδόκιμος: -ον, 1. προσδοκώμενος, αναμενόμενος ή αυτός που αναμένεται, σε Ηρόδ.
2. συχνά για πρόσωπα, προσδόκιμος ἐς τὴν Κύπρον, ἐπὶ τὴν Μίλητον προσδόκιμος, αναμένεται να έρθει στην Κύπρο, ενάντια στη Μίλητο, σε Ηρόδ.· τοῦ βαρβάρου, προσδοκίμου ὄντος, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
προσδόκιμος: -ον, ὅν προσδοκᾷ τις, πρ. ὁ θάνατος Ἱππ. Προγν. 39, πρβλ. 46· τοῖς παρεοῦσί τε καὶ προσδ. κακοῖσι Ἡρόδ. 8. 20. 2) συχνάκις ἐπὶ προσώπων, πρ. ἐστί, ἦν, περιμένεται, ἀνεμένετο, στρατὸν πρ. εἶναι Κροίσῳ ἐπὶ τὴν χώρην ὁ αὐτ. 1. 78· προσδόκιμον ἐς τὴν Κύπρον, ὅστις περιεμένετο νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν Κύπρον, ὁ αὐτ. 5. 108· πεζὸς στρατὸς προσδόκιμος ἦν ὁ αὐτ. 6. 6· κατὰ πόδας ἐμεῦ ἐλαύνων πρ. ἐστι ὁ αὐτ. 9. 89· τοῦ βαρβάρου πρ. ὄντος Θουκ. 1. 14· ἐκ Πελοποννήσου ἄλλη στρατιὰ πρ. αὐτοῖς ὁ αὐτ. 7. 15, πρβλ. Δημ. 69. 23.
Middle Liddell
προσ-δόκιμος, ον,
1. expected, looked for, or to be expected, Hdt.
2. often of persons, προσδόκιμος ἐς τὴν Κύπρον, ἐπὶ τὴν Μίλητον πρ. expected to come to Cyprus, against Miletus, Hdt.; τοῦ βαρβάρου προσδοκίμου ὄντος Thuc.