πρόοψις: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de prévoir <i>ou</i> de pourvoir à : [[ἄνευ]] προόψεως THC à l'improviste.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὄψομαι]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />action de prévoir <i>ou</i> de pourvoir à : [[ἄνευ]] προόψεως THC à l'improviste.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὄψομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πρό-οψις -εως, ἡ voorafgaande aanblik. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόοψις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[вид вперед]], [[перспектива]]: οὐκ οὔσης τῆς προόψεως ᾗ [[χρῆν]] ἀλλήλοις ἐπιβοηθεῖν Thuc. так как не видно было, с какой стороны можно было бы прийти друг другу на помощь;<br /><b class="num">2)</b> [[предварительное обнаруживание]]: [[ἄνευ]] προόψεως (τοῦ πλήθους) Thuc. не показывая заранее (противникам) численности (своих войск). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''πρόοψις:''' -εως, ἡ, [[πρόβλεψη]], σε Θουκ.· <i>οὐκ οὔσης τῆς προόψεως</i>, [[καθώς]] δεν υπήρχε όψη, [[πρόσοψη]], στον ίδ. | |lsmtext='''πρόοψις:''' -εως, ἡ, [[πρόβλεψη]], σε Θουκ.· <i>οὐκ οὔσης τῆς προόψεως</i>, [[καθώς]] δεν υπήρχε όψη, [[πρόσοψη]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πρόοψις''': -εως, ἡ, τὸ ὁρᾶν τι πρότερον, Θουκ. 5. 8. ΙΙ. οὐκ οὔσης τῆς προόψεως ᾗ..., οὐκ οὔσης εἰς τὸ [[πρόσω]] ὄψεως..., ὁ αὐτ. 4. 29 (διάφ. γραφ. προσόψεως). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πρό-οψις, εως,<br />a foreseeing, Thuc.; οὐκ οὔσης τῆς προόψεως [[since]] [[there]] was no [[seeing]], Thuc. | |mdlsjtxt=πρό-οψις, εως,<br />a foreseeing, Thuc.; οὐκ οὔσης τῆς προόψεως [[since]] [[there]] was no [[seeing]], Thuc. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:05, 2 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A foreseeing, Th.5.8. II seeing before one, οὐκ οὔσης τῆς προόψεως ᾗ .. since there was no seeing where... cj. in Id.4.29 (προσόψεως codd.). III provision, σταθμῶν SIG880.15 (Pizus, iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 738] ἡ, das Vorhersehen, Thuc. 5, 8 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de prévoir ou de pourvoir à : ἄνευ προόψεως THC à l'improviste.
Étymologie: πρό, ὄψομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρό-οψις -εως, ἡ voorafgaande aanblik.
Russian (Dvoretsky)
πρόοψις: εως ἡ
1) вид вперед, перспектива: οὐκ οὔσης τῆς προόψεως ᾗ χρῆν ἀλλήλοις ἐπιβοηθεῖν Thuc. так как не видно было, с какой стороны можно было бы прийти друг другу на помощь;
2) предварительное обнаруживание: ἄνευ προόψεως (τοῦ πλήθους) Thuc. не показывая заранее (противникам) численности (своих войск).
Greek Monolingual
-όψεως, ἡ, Α ὄψις
1. πρόβλεψη
2. δυνατότητα θέας
3. μέριμνα, φροντίδα για κάτι.
Greek Monotonic
πρόοψις: -εως, ἡ, πρόβλεψη, σε Θουκ.· οὐκ οὔσης τῆς προόψεως, καθώς δεν υπήρχε όψη, πρόσοψη, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόοψις: -εως, ἡ, τὸ ὁρᾶν τι πρότερον, Θουκ. 5. 8. ΙΙ. οὐκ οὔσης τῆς προόψεως ᾗ..., οὐκ οὔσης εἰς τὸ πρόσω ὄψεως..., ὁ αὐτ. 4. 29 (διάφ. γραφ. προσόψεως).
Middle Liddell
πρό-οψις, εως,
a foreseeing, Thuc.; οὐκ οὔσης τῆς προόψεως since there was no seeing, Thuc.