σκληφρός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ά, όν :<br />mince et alerte ; qui paraît plus jeune qu’il n’est.<br />'''Étymologie:''' att. c. [[σκελιφρός]].
|btext=ά, όν :<br />mince et alerte ; qui paraît plus jeune qu’il n’est.<br />'''Étymologie:''' att. c. [[σκελιφρός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σκληφρός''': -ά, -όν, (πιθαν. ἐκ τοῦ [[σκέλλω]]), [[ἰσχνός]], [[λεπτός]], [[λαγαρός]], «κοκκαλιάρης», Πλάτ. Εὐθύδημ. 271B, καὶ πιθαν. γραφ. παρ’ Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3, 17, Προβλ. 30. 1, 14· ἐπὶ γυναικός, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Στρατιώτῃ» 4, Ἡσύχ.
|elnltext=σκληφρός -ά -όν [σκέλλομαι] mager, slank, klein.
}}
{{elru
|elrutext='''σκληφρός:''' [[худощавый]], [[жидковатый]] или [[недоразвитый]] Plat., Arst.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σκληφρός:''' -ά, -όν ([[σκέλλω]]), [[ισχνός]], [[λεπτός]], [[λιγνός]], [[αδύνατος]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''σκληφρός:''' -ά, -όν ([[σκέλλω]]), [[ισχνός]], [[λεπτός]], [[λιγνός]], [[αδύνατος]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκληφρός:''' [[худощавый]], [[жидковатый]] или [[недоразвитый]] Plat., Arst.
|lstext='''σκληφρός''': -ά, -όν, (πιθαν. ἐκ τοῦ [[σκέλλω]]), [[ἰσχνός]], [[λεπτός]], [[λαγαρός]], «κοκκαλιάρης», Πλάτ. Εὐθύδημ. 271B, καὶ πιθαν. γραφ. παρ’ Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3, 17, Προβλ. 30. 1, 14· ἐπὶ γυναικός, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Στρατιώτῃ» 4, Ἡσύχ.
}}
{{elnl
|elnltext=σκληφρός -ά -όν [σκέλλομαι] mager, slank, klein.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σκληφρός]], ή, όν [[σκέλλω]]<br />[[slender]], [[slight]], [[thin]], Plat.
|mdlsjtxt=[[σκληφρός]], ή, όν [[σκέλλω]]<br />[[slender]], [[slight]], [[thin]], Plat.
}}
}}

Revision as of 22:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληφρός Medium diacritics: σκληφρός Low diacritics: σκληφρός Capitals: ΣΚΛΗΦΡΟΣ
Transliteration A: sklēphrós Transliteration B: sklēphros Transliteration C: sklifros Beta Code: sklhfro/s

English (LSJ)

ά, όν, (prob. from σκέλλω) slender, slight, thin, Pl.Euthd. 271b, and prob. l. in Arist.Somn.Vig.457a29, Pr.954a7; of a woman, Theopomp.Com.58.

German (Pape)

[Seite 901] att. statt σκληρός, eigtl. zsgzn statt σκελιφρός, schmächtig, Ggstz von προφερής, Plat. Euthyd. 271 b, also jünger aussehend, als man ist; vgl. Ruhnk. zu Tim. lex. p. 233.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
mince et alerte ; qui paraît plus jeune qu’il n’est.
Étymologie: att. c. σκελιφρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκληφρός -ά -όν [σκέλλομαι] mager, slank, klein.

Russian (Dvoretsky)

σκληφρός: худощавый, жидковатый или недоразвитый Plat., Arst.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
ισχνός, λεπτοφυής, κοκαλιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα σκελη- του σκέλλομαι «είμαι κατάξερος, ισχνός» με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν (πρβλ. σκληρός) και έχει σχηματιστεί πιθ. κατά το ελαφρός (βλ. και λ. σκέλλω)].

Greek Monotonic

σκληφρός: -ά, -όν (σκέλλω), ισχνός, λεπτός, λιγνός, αδύνατος, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

σκληφρός: -ά, -όν, (πιθαν. ἐκ τοῦ σκέλλω), ἰσχνός, λεπτός, λαγαρός, «κοκκαλιάρης», Πλάτ. Εὐθύδημ. 271B, καὶ πιθαν. γραφ. παρ’ Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3, 17, Προβλ. 30. 1, 14· ἐπὶ γυναικός, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Στρατιώτῃ» 4, Ἡσύχ.

Middle Liddell

σκληφρός, ή, όν σκέλλω
slender, slight, thin, Plat.