στάγμα: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br />liquide coulant goutte à goutte.<br />'''Étymologie:''' [[στάζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />liquide coulant goutte à goutte.<br />'''Étymologie:''' [[στάζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στάγμα''': τό, τὸ σταζόμενον, [[σταγών]], [[ἀπόσταγμα]], τῆς ἀνθεμουργοῦ στ., δηλ. [[μέλι]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 612˙ μίλτειον στ. Ἀνθ. Π. 6. 103.
|elnltext=στάγμα -ατος, τό [στάζω] druppel.
}}
{{elru
|elrutext='''στάγμα:''' ατος τό досл. капля, поэт. струя, влага: τῆς ἀνθεμουργοῦ σ. Aesch. = [[μέλι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''στάγμα:''' -ατος, τό ([[στάζω]]), [[σταγόνα]], [[απόσταγμα]], [[σταλαγματιά]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''στάγμα:''' -ατος, τό ([[στάζω]]), [[σταγόνα]], [[απόσταγμα]], [[σταλαγματιά]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στάγμα:''' ατος τό досл. капля, поэт. струя, влага: τῆς ἀνθεμουργοῦ σ. Aesch. = [[μέλι]].
|lstext='''στάγμα''': τό, τὸ σταζόμενον, [[σταγών]], [[ἀπόσταγμα]], τῆς ἀνθεμουργοῦ στ., δηλ. [[μέλι]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 612˙ μίλτειον στ. Ἀνθ. Π. 6. 103.
}}
{{elnl
|elnltext=στάγμα -ατος, τό [στάζω] druppel.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στάγμα Medium diacritics: στάγμα Low diacritics: στάγμα Capitals: ΣΤΑΓΜΑ
Transliteration A: stágma Transliteration B: stagma Transliteration C: stagma Beta Code: sta/gma

English (LSJ)

ατος, τό, that which drips, τῆς ἀνθεμουργοῦ σ., i.e. honey, A.Pers.612; μίλτειον σ., v. μίλτειος; perfume, aromatic oil, Ostr. Bodl. i 346 (ii/i B.C.), POxy.155.3 (vi A.D.); τὸ ἀπὸ τῶν φοινίκων σ. Aët.8.22, cf. 23.

German (Pape)

[Seite 926] τό, Tropfen, Getröpfel; τῆς τ' ἀνθεμουργοῦ στάγμα, μέλι, Aesch. Pers. 604; μιλτεῖον, Philp. 15 (VI, 103).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
liquide coulant goutte à goutte.
Étymologie: στάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στάγμα -ατος, τό [στάζω] druppel.

Russian (Dvoretsky)

στάγμα: ατος τό досл. капля, поэт. струя, влага: τῆς ἀνθεμουργοῦ σ. Aesch. = μέλι.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και στάμα Ν
η σταγόνα καθώς πέφτει, η σταλαγματιά (α. «στάγματα του κεριού» β. «μελιτείω στάγματι πειθόμενον», Φίλιππ. Θεσσ.)
νεοελλ.
1. απόσταγμα
2. η στήλη που σχηματίζουν στο ελαιοτριβείο τα κοφίνια με τον πολτό από τις ελιές
μσν.-αρχ.
μύρο, αρωματικό έλαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σταγ- του στάζω (πρβλ. ἐστάγην, σταγόνα) + κατάλ. -μα].

Greek Monotonic

στάγμα: -ατος, τό (στάζω), σταγόνα, απόσταγμα, σταλαγματιά, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

στάγμα: τό, τὸ σταζόμενον, σταγών, ἀπόσταγμα, τῆς ἀνθεμουργοῦ στ., δηλ. μέλι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 612˙ μίλτειον στ. Ἀνθ. Π. 6. 103.

Middle Liddell

στάγμα, ατος, τό, στάζω
a drop, distilment, Aesch.

English (Woodhouse)

drop, trickle, what is distilled

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)