σταύρωμα: Difference between revisions
ἐν δὲ τοῖς φυσικοῖς ἀεὶ οὕτως, ἂν μή τι ἐμποδίσῃ → in natural products the sequence is invariable, if there is no impediment | now with that which is natural it is always thus if there is no impediment
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ατος (τό) :<br />clôture de pieux, palissade.<br />'''Étymologie:''' [[σταυρόω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />clôture de pieux, palissade.<br />'''Étymologie:''' [[σταυρόω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σταύρωμα -ατος, τό [σταυρόω] palissade. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σταύρωμα:''' ατος τό частокол, заграждение Thuc., Xen. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''σταύρωμα:''' -ατος, τό, [[περίφραγμα]] με πασσάλους, [[χαράκωμα]], Λατ. [[vallum]], σε Θουκ., Ξεν. | |lsmtext='''σταύρωμα:''' -ατος, τό, [[περίφραγμα]] με πασσάλους, [[χαράκωμα]], Λατ. [[vallum]], σε Θουκ., Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σταύρωμα''': τό, [[περίφραγμα]] διὰ πασσάλων, [[χαράκωμα]], Λατιν. vallum, Θουκ. 5. 10., 6. 64, 74, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 3, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:10, 2 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, palisade or stockade, Th.5.10, 6.64,74, X. HG3.2.3, etc.
German (Pape)
[Seite 930] τό, ein mit Spitzpfählen od. Pallisaden umgebener und befestigter Ort; Thuc. 5, 10. 6, 100; Xen. An. 5, 2, 15. 19 Hell. 3, 2, 3 u. öfter, u. Folgende.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
clôture de pieux, palissade.
Étymologie: σταυρόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σταύρωμα -ατος, τό [σταυρόω] palissade.
Russian (Dvoretsky)
σταύρωμα: ατος τό частокол, заграждение Thuc., Xen.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ σταυρῶ, σταυρώνω
νεοελλ.
1. ο σχηματισμός του σημείου του σταυρού ως ευχή σε κάποιον ή για ξεμάτιασμα
2. ταλαιπωρία, συνεχής παρενόχληση
3. η πρώτη σχηματοποίηση του εμβρύου τών πτηνών στα αβγά
4. τεχνολ. η αλλαγή της θέσης τών ελαστικών στα τετράτροχα οχήματα χιαστί, για να επιτευχθεί ομοιόμορφη φθορά του πέλματός τους
νεοελλ.-μσν.
η προσήλωση σε σταυρό, ο σταυρικός θάνατος
αρχ.
περίφραξη με πασσάλους, περιχαράκωση.
Greek Monotonic
σταύρωμα: -ατος, τό, περίφραγμα με πασσάλους, χαράκωμα, Λατ. vallum, σε Θουκ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
σταύρωμα: τό, περίφραγμα διὰ πασσάλων, χαράκωμα, Λατιν. vallum, Θουκ. 5. 10., 6. 64, 74, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 3, κτλ.
Middle Liddell
σταύρωμα, ατος, τό,
a palisade or stockade, Lat. vallum, Thuc., Xen.