στρόφιον: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br />bandeau, bandelette.<br />'''Étymologie:''' [[στρόφος]].
|btext=ου (τό) :<br />bandeau, bandelette.<br />'''Étymologie:''' [[στρόφος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στρόφιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[στρόφος]], [[ταινία]] ἣν ἐφόρουν γυναῖκες περὶ τὸ [[στῆθος]], Φερεκρ. ἐν «Λήροις» 1, Ἀριστοφ. Λυσ. 931, Θεσμ. 139, 255, Ἀποσπ. 509, Συλλ. Ἐπιγρ. 151. 8· πρβλ. [[στρόφος]] Ι. Müller Archäol. d. Kunst § 339. 3. II. [[ταινία]] ἣν ἐφόρουν περὶ τὴν κεφαλὴν οἱ ἱερεῖς, Πλουτ. Ἄρατ. 53, πρβλ. Φιλόχ. 141Β, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 21, 16· - «στρογγύλη [[ζώνη]]» Ἡσύχ.
|elnltext=στρόφιον -ου, τό, demin. van στρόφος, band, door vrouwen gebruikt als beha; bij priesters: hoofdband.
}}
{{elru
|elrutext='''στρόφιον:''' τό [demin. к [[στρόφος]] повязка грудная Arph. или головная Plut.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στρόφιον:''' τό, υποκορ. του [[στρόφος]]·<br /><b class="num">I.</b> [[ταινία]] ή [[λωρίδα]] που φορούσαν οι γυναίκες γύρω από το [[στήθος]] τους, [[στηθόδεσμος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[κεφαλόδεσμος]] που φορούσαν οι ιερείς, [[μίτρα]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''στρόφιον:''' τό, υποκορ. του [[στρόφος]]·<br /><b class="num">I.</b> [[ταινία]] ή [[λωρίδα]] που φορούσαν οι γυναίκες γύρω από το [[στήθος]] τους, [[στηθόδεσμος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[κεφαλόδεσμος]] που φορούσαν οι ιερείς, [[μίτρα]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στρόφιον:''' τό [demin. к [[στρόφος]] повязка грудная Arph. или головная Plut.
|lstext='''στρόφιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[στρόφος]], [[ταινία]] ἣν ἐφόρουν γυναῖκες περὶ τὸ [[στῆθος]], Φερεκρ. ἐν «Λήροις» 1, Ἀριστοφ. Λυσ. 931, Θεσμ. 139, 255, Ἀποσπ. 509, Συλλ. Ἐπιγρ. 151. 8· πρβλ. [[στρόφος]] Ι. Müller Archäol. d. Kunst § 339. 3. II. [[ταινία]] ἣν ἐφόρουν περὶ τὴν κεφαλὴν οἱ ἱερεῖς, Πλουτ. Ἄρατ. 53, πρβλ. Φιλόχ. 141Β, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 21, 16· - «στρογγύλη [[ζώνη]]» Ἡσύχ.
}}
{{elnl
|elnltext=στρόφιον -ου, τό, demin. van στρόφος, band, door vrouwen gebruikt als beha; bij priesters: hoofdband.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στρόφιον]], ου, τό, [Dim. of [[στρόφος]]<br /><b class="num">I.</b> a [[band]] [[worn]] by women [[round]] the [[breast]], Ar.<br /><b class="num">II.</b> a headband [[worn]] by priests, Plut.
|mdlsjtxt=[[στρόφιον]], ου, τό, [Dim. of [[στρόφος]]<br /><b class="num">I.</b> a [[band]] [[worn]] by women [[round]] the [[breast]], Ar.<br /><b class="num">II.</b> a headband [[worn]] by priests, Plut.
}}
}}

Revision as of 22:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρόφιον Medium diacritics: στρόφιον Low diacritics: στρόφιον Capitals: ΣΤΡΟΦΙΟΝ
Transliteration A: stróphion Transliteration B: strophion Transliteration C: strofion Beta Code: stro/fion

English (LSJ)

τό, Dim. of στρόφος, A band worn by women round the breast, Pherecr. 100, Ar.Lys.931, Th.139,255, Fr.647, IG22.1388.19. II headband worn by priests, etc., Philoch.141 B, IG5(1).1390.179 (Andania, i B.C.), Plu.Arat.53, Arr.Epict.3.21.16, SIG869.21 (Eleusis, ii A.D.); cf. στροφεῖον 111. III = ἱμάς, boxing-glove, Philostr.Gym.10 (14).

German (Pape)

[Seite 956] τό, dim. von στρόφος, eine kleine Binde, ein Band, das Frauen u. Mädchen um den Kopf u. um die Brust wanden, Ar. bei Clem. Al. = Auch ein Kopfschmuck der Priester, Plut. Arat. 53, der Könige, Aristid. 5; vgl. Maneth. 1, 227; D. L., 8, 73.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
bandeau, bandelette.
Étymologie: στρόφος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρόφιον -ου, τό, demin. van στρόφος, band, door vrouwen gebruikt als beha; bij priesters: hoofdband.

Russian (Dvoretsky)

στρόφιον: τό [demin. к στρόφος повязка грудная Arph. или головная Plut.

Greek Monotonic

στρόφιον: τό, υποκορ. του στρόφος·
I. ταινία ή λωρίδα που φορούσαν οι γυναίκες γύρω από το στήθος τους, στηθόδεσμος, σε Αριστοφ.
II. κεφαλόδεσμος που φορούσαν οι ιερείς, μίτρα, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

στρόφιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στρόφος, ταινία ἣν ἐφόρουν γυναῖκες περὶ τὸ στῆθος, Φερεκρ. ἐν «Λήροις» 1, Ἀριστοφ. Λυσ. 931, Θεσμ. 139, 255, Ἀποσπ. 509, Συλλ. Ἐπιγρ. 151. 8· πρβλ. στρόφος Ι. Müller Archäol. d. Kunst § 339. 3. II. ταινία ἣν ἐφόρουν περὶ τὴν κεφαλὴν οἱ ἱερεῖς, Πλουτ. Ἄρατ. 53, πρβλ. Φιλόχ. 141Β, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 21, 16· - «στρογγύλη ζώνη» Ἡσύχ.

Middle Liddell

στρόφιον, ου, τό, [Dim. of στρόφος
I. a band worn by women round the breast, Ar.
II. a headband worn by priests, Plut.