συγγραφικός: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la rédaction d'un ouvrage, <i>particul.</i> d'un ouvrage en prose.<br />'''Étymologie:''' [[συγγραφή]]. | |btext=ή, όν :<br />qui concerne la rédaction d'un ouvrage, <i>particul.</i> d'un ouvrage en prose.<br />'''Étymologie:''' [[συγγραφή]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συγγραφικός -ή -όν, Att. ook ξυγ- [συγγράφω] het schrijven (van proza) betreffend; van zaken:; κακία σ. gebrekkigheid in het (geschied)schrijven Luc. 59.42; van personen:. ποιητικὸς... ἢ συγγραφικός iemand die van dichten of van schrijven houdt Luc. 36.35; ἔοικα... καὶ συγγραφικῶς ἐρεῖν het lijkt wel of ik het als een schrijver (d.w.z. heel nauwkeurig of formeel) wil zeggen Plat. Phaed. 102d. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγγρᾰφικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[писательский]], [[литературный]] ([[δεινότης]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[занимающийся литературной деятельностью]], [[пишущий]] (прозой) (ὁ [[πλούσιος]] Luc.);<br /><b class="num">3)</b> [[летописный]], [[исторический]]: [[ἀρετὴ]] συγγραφική Luc. достоинство историографии. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''συγγρᾰφικός:''' -ή, -όν, αυτός που επιδίδεται στη [[συγγραφή]], [[ιδίως]] στον πεζό λόγο, σε Λουκ.· επίρρ., [[συγγραφικῶς]] ἐρεῖν, [[μιλώ]] σαν [[βιβλίο]], δηλ. με [[μεγάλη]] [[ακρίβεια]], [[ακριβολογώ]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''συγγρᾰφικός:''' -ή, -όν, αυτός που επιδίδεται στη [[συγγραφή]], [[ιδίως]] στον πεζό λόγο, σε Λουκ.· επίρρ., [[συγγραφικῶς]] ἐρεῖν, [[μιλώ]] σαν [[βιβλίο]], δηλ. με [[μεγάλη]] [[ακρίβεια]], [[ακριβολογώ]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συγγρᾰφικός''': ήν, όν, ὁ καταγινόμενος εἰς συγγραφὰς [[μάλιστα]] ἐν πεζῷ λόγῳ ἢν δὲ ποιητικὸς αὐτὸς ἢ συγγραφικὸς ὁ [[πλούσιος]] ᾖ, κτλ. Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ μισθ. Συνόντ. 35· [[δεινότης]] συγγραφικῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἁλιεῖ 23· [[ἀρετὴ]] καὶ [[κακία]] Πῶς δεῖ Ἱστορ. Συγγρ. 42· συγγραφικώτερον [[εἶδος]], [[μᾶλλον]] ἁρμόζον εἰς πεζὸν λόγον, Ρήτορες (Walz) τ. 9 σ. 279. ― Ἐπίρρ., συγγραφικῶς ἐρεῖν, ὁμιλεῖν ὡς [[βιβλίον]] ἢ ὡς [[συμβόλαιον]], δηλ. μετὰ [[μεγάλης]] ἀκριβείας, Πλάτ. Φαίδων 102D. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=συγγρᾰφικός, ή, όν [from συγγρᾰφή]<br />given to [[writing]], especially in [[prose]], Luc. adv., [[συγγραφικῶς]] ἐρεῖν to [[speak]] like a [[book]], i. e. with [[great]] [[precision]], Plat. | |mdlsjtxt=συγγρᾰφικός, ή, όν [from συγγρᾰφή]<br />given to [[writing]], especially in [[prose]], Luc. adv., [[συγγραφικῶς]] ἐρεῖν to [[speak]] like a [[book]], i. e. with [[great]] [[precision]], Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, given to writing, esp. prose works, ποιητικὸς ἢ ξ. Luc.Merc.Cond.35, cf. Jul. Or.7.205b; of or in prose composition, δεινότης Luc.Pisc.23; ἀρετὴ καὶ κακία Id.Hist.Conscr.42; -ώτερον εἶδος more suited to prose, Men.Rh. p.411 S. Adv., -κῶς ἐρεῖν speak like a book, i.e. with great precision, Pl.Phd.102d; opp. ὑπομνηματικῶς, Gal.18(1).529.
German (Pape)
[Seite 962] ή, όν, zum Schreiben eines Buches, eines Contractes gehörig, Luc. hist. conscr. 42 pisc. 23; – συγγραφικῶς ἐρεῖν, mit der buchstäblichen Genauigkeit eines Contractes sprechen, Plat. Phaed. 102 d.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne la rédaction d'un ouvrage, particul. d'un ouvrage en prose.
Étymologie: συγγραφή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγγραφικός -ή -όν, Att. ook ξυγ- [συγγράφω] het schrijven (van proza) betreffend; van zaken:; κακία σ. gebrekkigheid in het (geschied)schrijven Luc. 59.42; van personen:. ποιητικὸς... ἢ συγγραφικός iemand die van dichten of van schrijven houdt Luc. 36.35; ἔοικα... καὶ συγγραφικῶς ἐρεῖν het lijkt wel of ik het als een schrijver (d.w.z. heel nauwkeurig of formeel) wil zeggen Plat. Phaed. 102d.
Russian (Dvoretsky)
συγγρᾰφικός:
1) писательский, литературный (δεινότης Luc.);
2) занимающийся литературной деятельностью, пишущий (прозой) (ὁ πλούσιος Luc.);
3) летописный, исторический: ἀρετὴ συγγραφική Luc. достоинство историографии.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συγγραφικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συγγραφή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγγραφή ή στον συγγραφέα (α. «συγγραφική ικανότητα» β. «...καὶ δεινότητος συγγραφικής», Λουκιαν.)
νεοελλ.
φρ. «συγγραφικά δικαιώματα»
(νομ.) τα ηθικά και οικονομικά δικαιώματα του δικαιούχου πνευματικής ιδιοκτησίας επιστημονικού, φιλοσοφικού ή καλλιτεχνικού έργου
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που ασχολείται με τη συγγραφή και, ιδίως, ο πεζογράφος
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ συγγραφική
η τέχνη του να συγγράφει κανείς
3. φρ. «εἶδος συγγραφικώτερον» — είδος που ταιριάζει περισσότερο σε πεζό λόγο.
επίρρ...
συγγραφικῶς Α
με μεγάλη ακρίβεια, λεπτομερειακώς, όπως περιγράφεται σε συμβόλαια («συγγραφικῶς ἐρεῖν» — το να μιλά κανείς με λεπτομέρεια συμβολαίου, με μεγάλη ακρίβεια, Πλάτ.).
Greek Monotonic
συγγρᾰφικός: -ή, -όν, αυτός που επιδίδεται στη συγγραφή, ιδίως στον πεζό λόγο, σε Λουκ.· επίρρ., συγγραφικῶς ἐρεῖν, μιλώ σαν βιβλίο, δηλ. με μεγάλη ακρίβεια, ακριβολογώ, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
συγγρᾰφικός: ήν, όν, ὁ καταγινόμενος εἰς συγγραφὰς μάλιστα ἐν πεζῷ λόγῳ ἢν δὲ ποιητικὸς αὐτὸς ἢ συγγραφικὸς ὁ πλούσιος ᾖ, κτλ. Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ μισθ. Συνόντ. 35· δεινότης συγγραφικῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἁλιεῖ 23· ἀρετὴ καὶ κακία Πῶς δεῖ Ἱστορ. Συγγρ. 42· συγγραφικώτερον εἶδος, μᾶλλον ἁρμόζον εἰς πεζὸν λόγον, Ρήτορες (Walz) τ. 9 σ. 279. ― Ἐπίρρ., συγγραφικῶς ἐρεῖν, ὁμιλεῖν ὡς βιβλίον ἢ ὡς συμβόλαιον, δηλ. μετὰ μεγάλης ἀκριβείας, Πλάτ. Φαίδων 102D.
Middle Liddell
συγγρᾰφικός, ή, όν [from συγγρᾰφή]
given to writing, especially in prose, Luc. adv., συγγραφικῶς ἐρεῖν to speak like a book, i. e. with great precision, Plat.