στρογγύλλω: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<b>1</b> arrondir;<br /><b>2</b> faire tourner.<br />'''Étymologie:''' [[στρογγυλός]].
|btext=<b>1</b> arrondir;<br /><b>2</b> faire tourner.<br />'''Étymologie:''' [[στρογγυλός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στρογγύλλω''': ([[στρογγύλος]], πρβλ. [[στωμύλλω]], [[στωμύλος]]), ποιῶ τι στρογγύλον, στρογγυλεύω, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1.8, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 96 (ἀμφότερα ἐν τῷ παθ.). ΙΙ. [[περιστρέφω]], [[κλώθω]], χειρὶ στρ. κρόκην Ἀνθ. Π. 7. 726.
|elnltext=στρογγύλλω [στρογγύλος] glad maken.
}}
{{elru
|elrutext='''στρογγύλλω:''' [[крутить]], [[вращать]] (κρόκην Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''στρογγύλλω:''' μέλ. <i>-ῠλῶ</i>, [[συστρέφω]], [[περιστρέφω]], περιδινίζω, [[κλώθω]], σε Ανθ.
|lsmtext='''στρογγύλλω:''' μέλ. <i>-ῠλῶ</i>, [[συστρέφω]], [[περιστρέφω]], περιδινίζω, [[κλώθω]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στρογγύλλω:''' [[крутить]], [[вращать]] (κρόκην Anth.).
|lstext='''στρογγύλλω''': ([[στρογγύλος]], πρβλ. [[στωμύλλω]], [[στωμύλος]]), ποιῶ τι στρογγύλον, στρογγυλεύω, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1.8, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 96 (ἀμφότερα ἐν τῷ παθ.). ΙΙ. [[περιστρέφω]], [[κλώθω]], χειρὶ στρ. κρόκην Ἀνθ. Π. 7. 726.
}}
{{elnl
|elnltext=στρογγύλλω [στρογγύλος] glad maken.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στρογγύλλω]],<br />to [[twirl]], [[spin]], Anth. [from στρογγῠ́λος]
|mdlsjtxt=[[στρογγύλλω]],<br />to [[twirl]], [[spin]], Anth. [from στρογγῠ́λος]
}}
}}

Revision as of 22:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρογγύλλω Medium diacritics: στρογγύλλω Low diacritics: στρογγύλλω Capitals: ΣΤΡΟΓΓΥΛΛΩ
Transliteration A: strongýllō Transliteration B: strongyllō Transliteration C: stroggyllo Beta Code: stroggu/llw

English (LSJ)

(στρογγύλος) A round off, make round, Aret.SA1.8 (Pass.). II twirl, spin, χειρὶ σ. κρόκην AP7.726 (Leon.): dub. sens. in Archig. ap. Gal.8.90.

German (Pape)

[Seite 955] abrunden, rund machen, κρόκην χειρί Leon. Tar. 78 (VII, 726), u. a. Sp., auch in Prosa.

French (Bailly abrégé)

1 arrondir;
2 faire tourner.
Étymologie: στρογγυλός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρογγύλλω [στρογγύλος] glad maken.

Russian (Dvoretsky)

στρογγύλλω: крутить, вращать (κρόκην Anth.).

Greek Monolingual

Α στρογγύλος
1. κάνω κάτι στρογγυλό, στρογγυλεύω
2. κλώθω
3. μτφ. παρατείνω.

Greek Monotonic

στρογγύλλω: μέλ. -ῠλῶ, συστρέφω, περιστρέφω, περιδινίζω, κλώθω, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

στρογγύλλω: (στρογγύλος, πρβλ. στωμύλλω, στωμύλος), ποιῶ τι στρογγύλον, στρογγυλεύω, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1.8, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 96 (ἀμφότερα ἐν τῷ παθ.). ΙΙ. περιστρέφω, κλώθω, χειρὶ στρ. κρόκην Ἀνθ. Π. 7. 726.

Middle Liddell

στρογγύλλω,
to twirl, spin, Anth. [from στρογγῠ́λος]